Thursday, 19 July 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Κρητικό γλέντι στα Χαιρεθιανά


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη


     «Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα κρητικό γλέντι», μου έλεγε πολλές φορές ο φίλος μου ο Γιάννης. Αυτή τη φράση την επαναλάμβανε, με κάθε ευκαιρία, και προσπαθούσε να μου εξηγήσει, σε θεωρητική βάση, όλες τις πιθανές περιπτώσεις, που θα συναντούσε κάποιος σε μια τέτοια διασκέδαση. Εγώ τον άκουγα υπομονετικά χωρίς καμιά διάθεση να του φέρω έστω και την παραμικρή αντίρρηση. Σίγουρα δεν συμφωνούσα με τα λεγόμενά του, γιατί είχαμε τελείως διαφορετικές απόψεις, πάνω στο θέμα της διασκέδασης. Μου φαινόταν τελείως αδιανόητο, ότι θα μπορούσα να διασκεδάσω, τρώγοντας απίστευτες ποσότητες φαγητού, με μια τεράστια ποικιλία λιπαρών και πίνοντας αλκοόλ, χωρίς κανένα μέτρο, ενώ η κρητική μουσική θα ήταν το κύριο άκουσμά μας.

     Εκείνη την εποχή, η διατροφή μου ήταν μάλλον λιτή και προσεγμένη, εξ αιτίας των αθλητικών μου δραστηριοτήτων. Εξ άλλου, η παραμονή μου στο οικοτροφείο, με είχε κάνει λιτοδίαιτο και ελάχιστα ενδιαφερόμουν, για ποικιλία εδεσμάτων και ποτών. Τα ποτά ήταν κάτι που πάντα απεχθανόμουν. Έτσι, με απωθούσε η σκέψη, ότι θα υπήρχε κρασοκατάνυξη.

(Με τους συμμαθητές σε Κρητικό γλέντι)


     Η κρητική μουσική, απαραίτητη συνοδεία σ’ ένα κρητικό γλέντι, ήταν άλλο ένα «αρνητικό» στοιχείο, που μ’ έκανε να δυσπιστώ, στα λεγόμενα του φίλου μου και κυριολεκτικά ν’ αμφιβάλω, για το είδος της διασκέδασης που μου πρότεινε. Εντέχνως απέφευγα κάθε πρόταση, για ένα τέτοιο γλέντι, αλλά τελικά ήταν μάλλον αναπόφευκτο, να το ζήσω.

     Κάποια μέρα του Δεκέμβρη, αποφασίσαμε να πάμε στα Χαιρεθιανά, ένα μικρό χωριό, σχετικά κοντά στην Κίσσαμο, για τη γιορτή του φίλου μας, του Σπύρου. Ο Σπύρος, είχε την ευγένεια, να μας καλέσει στο σπίτι του, αλλά εμείς το παρακάναμε, όταν μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά άτομα, όλα αγόρια, (δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έρθουν μαζί μας κορίτσια) αποφασισμένοι να τιμήσουμε, τη γιορτή του φίλου μας. Κάναμε ένα μικρό έρανο μεταξύ μας, για να αγοράσουμε ένα σημειωματάριο (ήταν σικ εκείνη την εποχή) κι ένα βιβλίο, για να τα πάμε σαν δώρο.

     Συνεννοηθήκαμε με τον παλιό μας γνώριμο, τον Ορέστη τον ταξιτζή, ο οποίος φρόντισε να μας μεταφέρει στο χωριό του συμμαθητή, μας κάνοντας δυο διαδρομές. Το μόνο που θυμάμαι απ’ την περιοχή, είναι ότι ο δρόμος ήταν ανηφορικός, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ήταν αρκετά μακριά απ’ τη θάλασσα, αλλά όταν φθάσαμε, λίγο πριν το σούρουπο, μας εντυπωσίασε η απίστευτη θέα, προς τον κόλπο της Κισσάμου, με τη δύση του ήλιου να χρυσίζει, μέσα στο χειμωνιάτικο περιβάλλον. Το χωριό, δεν διέφερε σε τίποτα, απ’ τα άλλα που είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή (αν και δεν είχα επισκεφτεί και πάρα πολλά) με τα σπίτια του, να έχουν αυλόγυρο και κληματαριές.

     Διστακτικά, μπήκαμε μέσα στο σπίτι του Σπύρου, ο οποίος μας υποδέχτηκε και μας σύστησε στους γονείς του. Με εξαίρεση το Γιάννη, όλοι οι υπόλοιποι, είχαμε μια αμηχανία και μια συστολή, που σίγουρα δεν μας χαρακτήριζαν στην καθημερινότητά μας. Εγώ και δυο παιδιά απ’ το οικοτροφείο, ο Γιωργής και ο Πολιός, είχαμε πάρει ειδική άδεια, για να μπορέσουμε να παραβρεθούμε στη γιορτή. Οι δυο αυτοί σύντροφοί μου, είχαν καταγωγή απ’ τα Σφακιά, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση, με τον μύθο που ακολουθούσε τους Σφακιανούς. Ήταν δύο παιδιά αδύνατα, χαμηλών τόνων κι όταν έλεγαν την καταγωγή τους, όλοι τους κοίταζαν με δυσπιστία, γιατί δεν είχαν κανένα, απ’ τα χαρακτηριστικά των χωριανών τους, τόσο με το σωματότυπό τους, όσο και με τη γλυκύτητα που εξέπεμπαν.

     Μαζί μας ήταν ο Φώτης απ’ τα Τοπόλια, ο Γιάννης απ’ την Κίσσαμο, ο Λευτέρης κι ο Αντώνης απ’ τον Πλάτανο. Πιθανώς ήταν κι άλλοι, αλλά η μνήμη μου δεν με βοηθάει, να τους θυμηθώ όλους. Οι «φυσιογνωμίες» της παρέας, ήταν ο Γιάννης με τον Φώτη, που τότε αποτελούσαν, ένα απίστευτο δίδυμο «μαγκιάς». Ακολουθούσαμε εγώ και ο Λευτέρης, αλλά με μεγάλη διαφορά απ’ τους πρώτους. Οι υπόλοιποι ήταν αυτό που θα λέγαμε «καλά παιδιά» κι ελάχιστα ταίριαζαν, με τη δική μας ατίθαση ιδιοσυγκρασία, αλλά έδιναν έναν τόνο καθωσπρεπισμού, που σίγουρα έλειπε από μας.

     Είχαμε περάσει στο σαλόνι του σπιτιού και προσπαθούσαμε ν’ απαντήσουμε, στις καλοπροαίρετες ερωτήσεις του κυρ Γιώργη, όσο πιο σεμνά κι ευγενικά μπορούσαμε, γιατί ήταν οικοδεσπότης και πατέρας του Σπύρου. Το κάναμε με δυσκολία, γιατί δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιες συναναστροφές. Ο πατέρας του Σπύρου προφανώς, το αντιλήφθηκε κι άρχισε να καλαμπουρίζει μαζί μας και να μας κερνά τσικουδιά.

     Εκεί είδα για πρώτη φορά ένα παράξενο έθιμο. Ο νοικοκύρης, κρατώντας ένα μπουκάλι με τσικουδιά κι ένα ποτήρι, περνούσε μπροστά από κάθε επισκέπτη, έπινε πρώτος αυτός και μετά γέμιζε ξανά το ποτήρι και το πρόσφερε στον φιλοξενούμενο. Με τον τρόπο αυτό, ήταν αδύνατο μάλλον, ν’ αρνηθεί κάποιος να πιεί, ενώ ο ίδιος έπινε πολλαπλάσιες ποσότητες ποτού. Σ’ αυτή την περίπτωση, το θύμα ήμουν εγώ, που δεν μπορούσα να φέρω αντιρρήσεις.


(Σε Κρητικό γλέντι)

     Ο Γιάννης με τον Φώτη, πήραν αμέσως θάρρος κι άρχισαν να κερνάνε κι αυτοί σαν να ήταν οι ίδιοι οικοδεσπότες. Δεν άργησε να τους μιμηθεί κι ο Λευτέρης και σε λίγο η τσικουδιά, έκανε βόλτες ανάμεσά μας. Εγώ, μάταια προσπαθούσα ν’ αποφύγω, τα κεράσματα, αλλά πολύ γρήγορα, έπαψα να διαμαρτύρομαι κι έπινα ό,τι μου έδιναν. Ενώ στο τραπέζι, οι μεζέδες έφταναν κι εξαφανίζονταν μ’ απίστευτη ταχύτητα, το αλκοόλ και τα φαλτσοτράγουδα, κυριαρχούσαν παντού. Για πρώτη φορά δοκίμασα «στάκα», ένα έδεσμα, που η γεύση του μου φάνηκε φοβερή. Όταν ρώτησα, τι ακριβώς ήταν, αυτό που τρώγαμε, οι φίλοι μου γέλασαν με την άγνοιά μου κι ο Γιάννης μπουκωμένος είπε:

     «Τηγανιτό γάλα».

     Συνέχισε να πίνει και να μασουλάει, ένα κομμάτι κρέας, αδιάφορα, ενώ τον κοίταζα με δυσπιστία και υποπτευόμουν κάποιο πείραγμα εκ μέρους του. Προσπαθούσα να καταλάβω απ’ την έκφρασή του, αν μιλούσε σοβαρά ή αστειευόταν.

     «Εγώ δα θα σου πω, ίντα είναι η στάκα», άκουσα την κυρία Ελευθερία, τη μητέρα του Σπύρου, να μου λέει, για να με βγάλει απ’ την απορία, χρησιμοποιώντας στις φράσεις της την ντοπιολαλιά . Όπως κατάλαβα, απ’ το πρόβιο και το κατσικίσιο γάλα, μαζεύουν την πέτσα (τσίπα όπως την λένε). Μετά τη βάζουν σ’ ένα ρηχό τσικάλι, πάνω σε εστία με χαμηλή θερμοκρασία και μόλις αρχίζει να ρευστοποιείται, την ανακατεύουν μ’ ένα ξύλινο κουτάλι, πάντα με την ίδια φορά, άγνωστο γιατί. Κατόπιν, προσθέτουν αλάτι και λίγο αλεύρι, κουταλιά–κουταλιά. Δεν σταματούν ν’ ανακατεύουν, πάντα σε χαμηλή φωτιά. Σε λίγο, όταν η μάζα αρχίζει να στερεοποιείται, να ξεκολλά απ’ τον πάτο του τσικαλιού και να βγάζει συγχρόνως το βούτυρο, την αδειάζουνε σ’ ένα βαθύ πιάτο και συνεχίζουν το ανακάτεμα. Η κρέμα που έμεινε, είναι η περίφημη στάκα και το βούτυρο που μαζέψανε, είναι το στακοβούτυρο, που χρησιμοποιούν, σε πολλές συνταγές της κρητικής κουζίνας.

     Άκουγα σχεδόν γοητευμένος, τη νοικοκυρά, να μου εξηγεί την όλη διαδικασία, ενώ οι φίλοι μου δεν παρέλειπαν, να μου γεμίζουν το ποτήρι με ρακή κι ασυναίσθητα εγώ την κατανάλωνα. Ενώ είχαμε χορτάσει με τους μεζέδες, ξαφνικά, μια απίστευτα εξαίσια οσμή, μας τύλιξε. Όπως μου εξήγησαν, μόλις είχαν περιχύσει με στακοβούτυρο το πιλάφι.

     Σύντομα, επάνω στο τραπέζι, ήρθαν δίσκοι με αρνίσιο κρέας, βραστό και ψητό, χωριάτικα κοτόπουλα κομματιασμένα, πατάτες τηγανιτές με στάκα, σαλάτες, γραβιέρες με μέλι(!) και πολλά άλλα φαγητά. Δεν μπορούσα να καταλάβω, ποιος θα ήταν σε θέση να φάει, τόσο μεγάλη ποσότητα και ποικιλία εδεσμάτων. Τελικά εμείς ήμασταν εκείνοι που τα φάγαμε όλα. Όπως έλεγε ο κυρ Γιώργης, έπρεπε να έχουμε γεμάτο το στομάχι μας, για ν’ αντέξουμε τα ποτά. Θυμάμαι πως οι γεύσεις όλων των φαγητών ήταν εξαιρετικές, αλλά στη μνήμη μου έχουν μείνει, η στάκα με τις γαρνιτούρες της και το κρητικό πιλάφι, που πρώτη φορά είχαν έρθει σ’ επαφή με τον ουρανίσκο μου.

     Σε λίγο, έπιασα ασυναίσθητα τον εαυτό μου να φαλτσάρει, ενώ προσπαθούσα να συντονίσω τη φωνή μου, με τις φωνές των υπολοίπων. Έκπληκτος αντιλήφθηκα, πως οι στίχοι των ριζίτικων τραγουδιών, που ποτέ δε μου άρεσαν μέχρι τότε, έβγαιναν αβίαστα από μέσα μου, ασχέτως αν φωνή μου τρεμούλιαζε. Μάταια ο Γιάννης προσπαθούσε, να με προειδοποιήσει με χειρονομίες. Βρισκόμουν σε κατάσταση πλήρους ευθυμίας και νόμιζα πως ήμουν καλλίφωνος και με την αγριοφωνάρα μου, σκέπαζα κάθε μελωδία που τραγουδούσαμε. Η τσικουδιά, είχε πάψει προ πολλού να με «καίει» και την κατέβαζα μ’ απίστευτη ευκολία. Μάλιστα είχα φθάσει στο σημείο (άκουσον–άκουσον) να μοιράζω με το μπουκάλι αλκοόλ και να θυμώνω, όταν κάποιος αρνιόταν να πιεί μαζί μου.

     Οι προσπάθειες που έκανε ο Πολιός, να με συγκρατήσει, συνάντησαν τη θυμωμένη αντίδρασή μου και την επιμονή μου, να πιεί κι αυτός μαζί μου. Πολύ σύντομα, τα καμώματά μου, έδιναν αφορμή για γέλια και σίγουρα θα είχα γίνει ο περίγελος της παρέας, αν δεν υπήρχαν κι άλλοι, στην ίδια, ίσως και σε χειρότερη, κατάσταση με μένα. Ο Λευτέρης δεν ξέρω αν είχε πιει περισσότερο, αλλά έκανε τρέλες χορεύοντας και τραγουδώντας πάνω στην καρέκλα. Μάλιστα, σε μια στιγμή ευθυμίας και μετά από απαίτηση του Γιάννη, μιμήθηκε τον κόκορα, μέσα σε γέλια κι επευφημίες.

     Εκεί που νομίσαμε, πως είχαμε τελειώσει με τα φαγητά, άρχισαν να έρχονται πιατέλες, με καλτσουνάκια βουτηγμένα στο μέλι. Ομολογώ, πως η γεύση του αλμυρού, σε συνδυασμό με το γλυκό, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα και, παρ’ όλο το μεθύσι μου, τα τίμησα δεόντως.

     Η ώρα είχε περάσει κι ήρθε η ώρα της επιστροφής. Μιας επιστροφής, που κανένας μας δεν είχε προβλέψει, πώς θα γινόταν. Αμήχανοι αντιληφθήκαμε, πως κανένας μας δεν είχε σκεφτεί, να συνεννοηθεί με τον ταξιτζή και οι επίμονες προσπάθειες που κάναμε με το τηλέφωνο, ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Απ’ το αδιέξοδο μας έβγαλε η πρόταση του Γιάννη, που αμέσως υιοθέτησε κι ο Φώτης, να πάμε με τα πόδια στην πόλη μας. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του κυρ Γιώργη, συμφωνήσαμε να πραγματοποιήσουμε την πρόταση, των δυο φίλων μας. Ίσως το αλκοόλ που είχαμε καταναλώσει, είχε αναστείλει κάθε λογική συμπεριφορά. Έτσι ξεκινήσαμε ποδαράτοι και κάνοντας «κονταρίδες», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Κονταρίδα είχα καταλάβει, ότι ήταν μονοπάτι, που συντόμευε τη διαδρομή ή ήταν το περπάτημα, από ένα τέτοιο μονοπάτι. Οι μόνοι που ήταν σχετικά νηφάλιοι, ήταν ο Πολιός με τον Γιωργή, που φρόντιζαν να μας έχουν ενωμένους, γιατί στην κατάσταση που ήμασταν, όλα ήταν πιθανά. Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά απ’ τα Χαιρεθιανά, ξάφνου ο Γιωργής φώναξε με πανικό:

     “Ο Λευτέρης πού είναι; Δεν τον βλέπω”. Αμέσως αναταραχή επικράτησε ανάμεσά μας κι αρχίσαμε όλοι να τον ψάχνουμε. Οι φωνές μας, μαζί με τον αντίλαλο, γέμισαν την ατμόσφαιρα, αλλά ο φίλος μας δεν φαινόταν πουθενά. Απλωθήκαμε περιμετρικά κι αρχίσαμε να τον ψάχνουμε, στην πλαγιά έξω απ’ τον δρόμο. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, όταν ακούστηκε η φωνή του Γιάννη:

     “Εκειά είναι χωσμένος, μέσα στη βαρδαλιά”. Βαρδαλιά είναι μια πυκνή συστάδα θάμνων.

     Πριν προλάβω να ρωτήσω, τι ακριβώς εννοεί, τους είδα όλους να τρέχουν, προς ένα χαντάκι και να προσπαθούν να σηκώσουν τον Λευτέρη, που ήταν πεσμένος μέσα σ’ αυτό. Αφού αποκαταστάθηκε η τάξη και συνεχίσαμε την πορεία μας, ένιωσα τον Πολιό δίπλα μου, να περνάει το χέρι του στη μέση μου και να με στηρίζει. Προφανώς έκανα «οκταράκια» στο δρόμο και προσπαθούσε να με φέρει στα ίσια. Όταν εγώ αγρίεψα, αυτός πολύ συνετά με διαβεβαίωσε, πως ήταν αναγκασμένος να στηρίζεται πάνω μου, γιατί δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Μ' αυτή την απάντηση, αποκαταστάθηκε ο πληγωμένος μου εγωισμός κι ένιωθα πως εγώ τον οδηγούσα κι όχι αυτός.

     Τελικά, όταν φθάσαμε στη Κίσσαμο, πλησίαζε η ώρα για το σχολείο και πήγαμε κατ’ ευθείαν στην τάξη. Δεν ήμασταν όμως σε θέση, να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα. Όπως είπε ο φίλος μου ο Μιχάλης, δεν μπορούσε να καταλάβει, ποιος απ’ όλους μας ροχάλιζε λιγότερο.

     Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία, από ένα κρητικό γλέντι και μπορώ να πω, πως το γεγονός μάλλον δικαίωσε την άποψη του Γιάννη, πως « τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα κρητικό γλέντι»


1 comment:

  1. Πολύ όμορφη διήγηση με στοιχεία κριτικής παράδοσης για μια πάγια νεανική τρέλα ...

    ReplyDelete