Monday, 23 July 2018

Γράμμα από τη Βέροια. Ιστορίες από την Κίσσαμο. Πσιπσής


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη




(Πίνοντας με τον Πσιπσή)

     Μερικά πράγματα είναι αδύνατο να τα ξεχάσεις. Μπορεί να τα έχεις «θάψει», σε μια άκρη του μυαλού σου και να νομίζεις ότι βρίσκονται εκεί, αδρανοποιημένα, χωρίς όμως αυτά να έχουν διαγραφεί ποτέ, απ’ τη μνήμη σου. Μόλις σου δοθεί το κατάλληλο ερέθισμα, ξεχύνονται σαν ορμητικό ποτάμι, με μιαν ανεξάντλητη ροή, που τελικά νομίζεις ότι τα ξαναζείς. Νόμιζα πως τον ξέχασα, πουθενά στο μυαλό μου, δεν υπήρχε, αναφορά της ύπαρξής του. Για χρόνια ολόκληρα, τίποτα δεν σηματοδοτούσε, ότι κάποτε ήμασταν φίλοι, ότι είχαμε συνυπάρξει στα χρόνια της εφηβείας μας. Είχα φτάσει στο σημείο, να πιστεύω, πως δεν είχε υπάρξει ποτέ, σαν ο κύκλος της ζωής του ποτέ να μην άγγιξε, ούτε στο ελάχιστο, κάτι απ’ τη ζωή μου. Λάθος! Μεγάλο λάθος αυτή η άποψη! Στην ουσία οι ζωές μας, θυμίζουν την εικόνα δυο τεμνόμενων διαγραμμάτων Venn, με κοινό σύνολο τα χρόνια της εφηβείας μας.

     Πρώτη φορά τον είδα, δηλαδή στην ουσία τότε τον πρόσεξα, στο πλατύσκαλο, της κυρίας εισόδου του σχολείου μας. Εκείνη την ημέρα, στον αυλόγυρο του γυμνασίου, είχε έρθει ένας άγνωστος σε μας, πλανόδιος φωτογράφος και προσπαθούσε να πείσει, όσους απ’ τους μαθητές μπορούσε, να βγουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε, για να καταφέρει να μας πείσει, ήταν ότι ο ίδιος, ήταν μεγάλος καλλιτέχνης του είδους. Αυτή την έκφραση, την χρησιμοποιούσε όλο και πιο συχνά και κάποιοι απ’ τους μαθητές, ενέδωσαν κι άρχισαν να φωτογραφίζονται. Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ αναρωτιόμουν τι θα έπρεπε να κάνω, πάνω σ’ αυτό το θέμα, άκουσα μια φωνή να λέει με πολύ χιούμορ:
     «Κύριε φωτογράφε, καλλιτέχνης είσαι ή ερασιτέχνης;»

(Πσιπσής)
     Τα γέλια που ακολούθησαν, απ’ τους παριστάμενους μαθητές, ήταν τόσo πολλά κι αυθόρμητα, που ανάγκασαν τελικά τον πλανόδιο φωτογράφο, να εγκαταλείψει κάθε περαιτέρω προσπάθεια, για να προσελκύσει νέους πελάτες. Εγώ, γελώντας με το πετυχημένο αστείο που άκουσα, γύρισα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Εκεί τον είδα για πρώτη φορά. Ήταν ένας λυγερόκορμος μαθητής, που γελούσε ακόμη, μεταδίδοντας σε όλους μας το αυθόρμητο γέλιο του. Τον παρατήρησα για πρώτη φορά. Έτσι κι αλλιώς, ήμουν νέος στο σχολείο κι όλοι μου ήταν άγνωστοι.
     Εκτός απ’ τον αδύνατο, λυγερόκορμο στην ουσία, σωματότυπό του, εντύπωση μου έκανε, το ύψος του και το παράξενο σχήμα του κεφαλιού του. Ήταν αρκετά ψηλός, ίσως πιο ψηλός από μένα. Το κεφάλι του είχε σχήμα ωοειδές ή για την ακρίβεια σχήμα πεπονιού, πράγμα που μας έκανε πολλές φορές να τον περιπαίζουμε. Ήταν μελαχρινός, με κοντοκουρεμένα, όπως όλοι μας άλλωστε, μαλλιά. Τον έβλεπα καθώς κατέβαινε με άνεση, τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην αυλή κι ήταν φανερό, πως ήταν ευκίνητος και αρκετά γυμνασμένος. Τα ρούχα του ήταν μάλλον συντηρητικά, για τα δικά μου γούστα κι όλα σε γκρι αποχρώσεις. Αφού κατέβηκε στην αυλή, τον πλησίασαν κάποιοι απ’ τους μαθητές, ανάμεσά τους κι εγώ, και του δίναμε συγχαρητήρια, για την εύστοχη ατάκα.
     Έτσι τον γνώρισα. Στην ουσία τον πρόσεξα για πρώτη φορά, αν και είχαν περάσει περισσότεροι από πέντε μήνες, από την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και σταδιακά γίναμε κολλητοί και κάναμε διάφορες «κουζουλάδες» μαζί. Θυμάμαι που πολλές φορές, πήγαινα στη μονοκατοικία που έμενε η οικογένειά του και πετούσα ένα πετραδάκι, στο παντζούρι του δωματίου του, για να τον ειδοποιήσω για την παρουσία μου. Ποτέ δεν έκανε τον κόπο, να κοιτάξει, ποιος ήταν απ έξω. Ίσως να καταλάβαινε πως εγώ τον περίμενα, ίσως όμως και να έψαχνε αφορμή, να την κοπανίσει και να παρατήσει το διάβασμα. Έτσι χωρίς καμία καθυστέρηση, πηδούσε έξω απ’ το παράθυρο.
(Πσιπσής)
     Η μητέρα του τον υποχρέωνε, να μένει στο δωμάτιο του κλεισμένος και ν’ ασχολείται με τα μαθήματα του σχολείου. Αυτός όμως, είχε σχέση με το διάβασμα, την ίδια ακριβώς με μένα, δηλαδή, συμπαθούσαμε τη μελέτη, όσο κι ο διάβολος το λιβάνι. Με το που έβγαινε έξω, αμέσως βαδίζαμε με προσοχή, μη τυχόν και μας δει κάποιος γνωστός και διασχίζαμε τον κεντρικό δρόμο, κατεβαίνοντας δυο στενά πιο κάτω. Εκεί, αφού παίρναμε τις προφυλάξεις μας, μπαίναμε στον χώρο, που είχε ο κύριος Μανώλης, ο πατέρας του Γιάννη, με τα ξύλινα ποδοσφαιράκια.
     Ο χώρος στην ουσία, ήταν μια απλή ασοβάτιστη αποθήκη, χωρίς κανένα άλλο απ’ τα αξεσουάρ, που βλέπαμε σε άλλα σφαιριστήρια, όταν επισκεπτόμασταν τις μεγάλες πόλεις, εκτός από τρία ξύλινα ποδοσφαιράκια, με χειρολαβές. Προέκταση των χειρολαβών, ήταν κάποιες μεταλλικές βέργες, πάνω στις οποίες ήταν στερεωμένα μικρά ξύλινα ομοιώματα ποδοσφαιριστών.
     Η διάταξη των «ποδοσφαιριστών» ξεκινούσε μ’ ένα τερματοφύλακα, που φύλαγε μια τρύπα δεκαπέντε εκατοστών, η οποία έπαιζε τον ρόλο του γκολπόστ. Ακριβώς μπροστά του, ήταν σε διάταξη τρία ξύλινα ανθρωπάκια, που έπαιζαν τον ρόλο των αμυντικών. Αμέσως μετά πέντε, που ήταν οι μέσοι και μετά δύο που ήταν οι επιθετικοί. Η ίδια διάταξη υπήρχε και στην απέναντι πλευρά.
(Πσιπσής)
     Ρίχνοντας ένα δίδραχμο, στην ειδική υποδοχή, που υπήρχε στο κέντρο της κατασκευής και τραβώντας τον ειδικό μοχλό, «έπεφταν» απ’ το εσωτερικό της, επτά άσπρα μπαλάκια, με τα οποία οι αντίπαλοι έπαιζαν το ματς. Κάθε αγωνιζόμενος, προσπαθούσε να βάλει το λευκό μπαλάκι, στην εστία του αντιπάλου του, κουνώντας με μαεστρία τις χειρολαβές και βάζοντας την απαιτούμενη δύναμη. Μ’ αυτό τον τρόπο, γινόταν ένας αγώνας, που κυριολεκτικά μας μάγευε. Ο φανατισμός ήταν μεγάλος και τα στοιχήματα που βάζαμε, δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα, απ’ τους πραγματικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες. Τα στοιχήματα ήταν συνήθως αναψυκτικά, που αγοράζαμε απ’ το καφενείο του κυρίου Μανώλη, το οποίο επικοινωνούσε, με τον χώρο του ιδιότυπου σφαιριστηρίου.
     Οι πολλές ώρες που αφιερώναμε, σ’ αυτό το παιχνίδι, σήμαιναν, ότι έπρεπε να διαθέτουμε και τα ανάλογα δίδραχμα, για να τροφοδοτούμε αυτές τις κατασκευές. Δυστυχώς αυτά τα κέρματα ήταν μάλλον δυσεύρετα, για να μην πω λιγοστά, ή για να κυριολεκτήσω μας έλειπαν πάντα. Τότε ο φίλος μου, έκανε κάτι που μ’ άφησε άφωνο, με την ευρηματικότητά του. Τη στιγμή που τραβούσε τον μοχλό, για να πέσουν τα μπαλάκια, στερέωσε ένα ξύλο πάνω του, με τρόπο που τον κρατούσε πάντα στο μάξιμουμ. Έτσι, το κάθε μπαλάκι, αντί να μένει μέσα στην κατασκευή, μετά απ’ την επίτευξη γκολ, γλιστρούσε κάτω, μαζί με τ’ άλλα μπαλάκια, στην ειδική υποδοχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούσαμε να παίζουμε πολλή ώρα, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι, να ξοδεύουμε χρήματα.
     Αυτό είχε κι ένα αρνητικό στοιχείο. Κάποιες, απ’ τις σπάνιες φορές, που έκανε αιφνιδιαστικό έλεγχο ο κύριος Μανώλης και μας έπιανε, να κάνουμε αυτή την κατεργαριά, ένιωθα απίστευτη ντροπή, παρ’ όλο που ο πατέρας του Γιάννη, ποτέ δεν μας μάλωνε. Απλά απομάκρυνε το ξύλο και μας άφηνε να συνεχίζουμε, το παιχνίδι μας. Αυτή η ηπιότητα που μας έδειχνε, μας δημιουργούσε ενοχές και θα νιώθαμε καλύτερα, αν μας μάλωνε ή μας έβριζε. Πολλές φορές αναρωτήθηκα, πώς είναι δυνατόν, ένας τόσο ήρεμος και ήπιος άνθρωπος, να έχει ένα τόσο ατίθασο γιό, σαν τον φίλο μου τον Γιάννη. Αυτό όμως, είναι μια διαχρονική απορία, που ποτέ δεν εξηγήθηκε.
(Πίνοντας σε γλέντι. Μαζί μας κι ο Πσιπσής)
     Μερικές φορές, ειδικά τους ζεστούς μήνες, πηγαίναμε μαζί με άλλους φίλους, για κολύμπι, στα βράχια του Μαύρου Μόλου ή στην Πλάκα. Κολυμπούσαμε στ’ ανοιχτά του κόλπου και συνηθισμένη μας ασχολία, ήταν να βουτάμε στα βαθιά, για να ψαρέψουμε τεράστια κοχύλια και να βγάλουμε θραύσματα από λαγήνια, που υπήρχαν διάσπαρτα στον κόλπο. Συνήθως, για να πραγματοποιήσουμε αυτά τα απλά γούστα μας, κάναμε και καμιά «κοπάνα», απ’ τα μαθήματα. Τις ατελείωτες ώρες, που λιαζόμασταν πάνω στην Πλάκα, συζητούσαμε διάφορα προβλήματα, που μας απασχολούσαν. Το αγαπημένο μας θέμα ήταν τα κορίτσια.
     Ήταν ο μόνος που ήξερε, και το είχε καταλάβει μόνος του, ποιά ήταν η κοπέλα που μ’ ενδιέφερε. Απέφευγα συστηματικά, να του μιλήσω γι αυτή, αλλά αυτός επέμενε και μάλιστα ήθελε, άκουσον-άκουσον, να με συμβουλεύσει, στα επόμενα βήματα μου.
     «Είναι όμορφη;» με ρωτούσε.
     «Είναι!» του απαντούσα.
     «Έχει ωραία μάτια;» συνέχιζε τις ερωτήσεις.
     «Έχει!!!» του απαντούσα.
     Αυτός με μια αφοπλιστική αφέλεια μου έλεγε:
     «Τότε… γιατί δεν της το λες;»
     Αυτή η ερώτηση μ’ έφερνε σε αδιέξοδο, ενώ αυτός μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης, με κοίταζε προκλητικά. Εγώ συνήθως θύμωνα κι έμενα σιωπηλός, με τις παραινέσεις, που τολμούσε να μου δώσει. Ποτέ, μα ποτέ, δεν ακολουθούσα τις συμβουλές του.

(Με τον Πσιπσή στο Αρκάδι)
     Ως μαθητής, ήταν κάτω του μετρίου, όχι γιατί δεν του «έκοβε», αλλά γιατί δεν διάβαζε. Ήταν έκπληξη για μένα, όταν αποφάσισε ν’ ακολουθήσει, την πρακτική κατεύθυνση, γιατί όπως ήταν γνωστό, η φοίτηση σ’ αυτό το τμήμα, είχε απαιτήσεις και ήταν για επιμελείς μαθητές, πράγμα που ήταν άγνωστο για αυτόν, αν και είχε τις ανάλογες δυνατότητες. Είχαμε ήδη φθάσει στη Δ΄ τάξη του γυμνασίου, οπότε αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε, εμείς και πολλοί άλλοι συμμαθητές μας, το μοναδικό νόμιμο φροντιστήριο μαθηματικών, που υπήρχε στην πόλη μας. Με μεγάλη προσπάθεια, ακολουθούσα την πρόοδο των υπολοίπων συμμαθητών, στο φροντιστήριο. Μάλιστα έκανα την υπέρβαση, να διαβάζω ειδικά γι αυτό.
     Αυτός εξακολουθούσε, να έχει την ίδια μποέμικη αντιμετώπιση, που είχε και στο σχολείο, δηλαδή διάβαζε από καθόλου έως ελάχιστα. Όταν του επισήμανα, ότι θα έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική, αυτός ανασήκωνε τους ώμους του κι άναβε τσιγάρο, αδιάφορος για τις συμβουλές μου. Συνήθιζε να λέει, με μια πραγματικά φιλοσοφική διάθεση, πως το καλό με τις συμβουλές είναι, ότι μπορείς να τις ακούς με προσοχή, όχι όμως και να τις εφαρμόζεις. Συνέχιζε να είναι αδιάφορος, κατά τη διάρκεια του μαθήματος κι αντιμετώπιζε τα πάντα με χιούμορ.
     Κάποια φορά, την ώρα του μαθήματος, μου έκανε νόημα να βουτήξω μερικά τσιγάρα, απ’ το πακέτο του φροντιστή, που ήταν γνωστός μανιώδης καπνιστής. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, άρπαξα ένα τσιγάρο και του το πέταξα. Αυτός το έπιασε στον αέρα κι αμέσως ζήτησε δεύτερο. Εγώ, χωρίς να το σκεφτώ και κυρίως χωρίς να πάρω προφυλάξεις, επανέλαβα το εγχείρημά μου. Αυτή τη φορά όμως, ήμουν άτυχος. Ο καθηγητής, που μέχρι εκείνη τη στιγμή, έλυνε μια άσκηση στον πίνακα, γύρισε απότομα και μας έπιασε στα «πράσα». Αμέσως, έξω φρενών, μας πέταξε και τους δυο, έξω απ’ την αίθουσα. Βγήκαμε έξω, αλλά δεν φύγαμε απ ’το κτίριο. Απλά περιμέναμε έξω στην ταράτσα, να τελειώσει το μάθημα και να ζητήσουμε συγνώμη.

(Όλη η παρέα σε Κρητικό γλέντι. Ανάμεσά μας κι ο Πσιπσής)

     Μόλις οι συμμαθητές μας έφυγαν, μπήκαμε μέσα κι αρχίσαμε να ψελλίζουμε διάφορες δικαιολογίες, προσπαθώντας να εξηγήσουμε, το ατόπημά μας. Χωρίς να έχουμε προηγουμένως συνεννοηθεί, αρχίσαμε να παίρνουμε ο καθένας πάνω του, τις ευθύνες και να επιμένουμε πάνω σ’ αυτό. Ο καθηγητής, μας κοίταξε για λίγο σοβαρός και μετά έβαλε τα γέλια. Προφανώς η απολογία μας ήταν κωμική γι αυτόν. Άπλωσε το πακέτο με τα τσιγάρα, προς το μέρος μας. Δεν τόλμησα ν’ απλώσω το χέρι μου, ο φίλος μου όμως πήρε και άναψε ένα. Σε λίγο κάπνιζαν και τα έλεγαν σαν παλιόφιλοι κι εγώ αναρωτιόμουν, αν αυτό που έβλεπα, ήταν πραγματικό ή όχι. Γενικά είχε την ικανότητα, να επωφελείται απ’ όλες τις καταστάσεις. Ακόμη κι όταν τα δεδομένα, ήταν εναντίον του, αυτός έβρισκε τρόπο να τ’ αναστρέψει και να πάρει το δυνατόν καλύτερο.
     Στην αρχή της γνωριμίας μας, αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατόν, χωρίς κανένα ιδιαίτερο διάβασμα, να κατορθώνει να γράφει καλά, στις γραπτές εξετάσεις. Γρήγορα ανακάλυψα, πως ήταν μετρ, στις αντιγραφές. Με λίγα «σκονάκια», που είχε μαζί του, κατάφερνε να πέφτει μέσα στα θέματα και να εκπλήσσει τους καθηγητές, με την «άνεσή του» στα γραπτά. Μ’ αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο, κατάφερνε να μην έχει απώλειες και να περνάει τις τάξεις, έστω και οριακά.
     Στην εκδρομή της Δ΄ τάξης, τότε που κάναμε τον γύρο της Κρήτης, συνοδός μας ήταν, ο μεγαλόσωμος καθηγητής της φυσικής. Ήταν πολύ αυστηρός και προσπαθούσε να επιβάλει την «τάξη», πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο. Οι δυο μας και τ’ άλλα φυντάνια της τάξης, καθόμασταν στο τέλος του λεωφορείου και «φροντίσαμε» να υπάρχει μια αχνογάλανη… ατμόσφαιρα. Παρ’ όλο που είχαμε την πονηριά, να κρατάμε ανοιχτά τα παράθυρα, τελικά η μυρωδιά των τσιγάρων, που εξαπλώθηκε, ανάγκασε τον καθηγητή, να κάνει κάποιες ανακρίσεις και συστάσεις, χωρίς όμως να μπορέσει, ν’ ανακαλύψει τους ενόχους.

(Πσιπσής)

     Αυτό είχε σαν συνέπεια, να θέσει υπό παρακολούθηση, όλους όσοι ήταν στα τελευταία καθίσματα. Ανάμεσα σ’ όλους και μένα, παρ’ όλο που ήταν γνωστό, πως δεν κάπνιζα. Έτσι στο Ηράκλειο, αφού περάσαμε μια πολύ κουραστική μέρα, με επισκέψεις στο Ρέθυμνο και το Αρκάδι, για να σιγουρευτεί, ότι δεν θα την κοπανίσουμε, απ’ το ξενοδοχείο, μας κλείδωσε στα δωμάτιά μας. Εμάς ειδικά, φρόντισε να μας βάλει, σ’ ένα γωνιακό δωμάτιο, στον πρώτο όροφο, έλεγξε το μπαλκόνι και κλείδωσε την πόρτα. Εμείς, απογοητευμένοι με τα μέτρα ασφαλείας, ψάχναμε τρόπο να τα παρακάμψουμε και να βγούμε έξω για διασκέδαση.
     Ήταν σίγουρο, πως η αίσθηση που είχαμε, κλειδωμένοι μέσα στο δωμάτιο, μας έκανε να νιώθουμε, σαν φυλακισμένοι κι αυτό, δεν μπορούσαμε να το δεχτούμε. Ο φίλος μου, εκεί που κάπνιζε στο μπαλκόνι, με μια αποφασιστική κίνηση, πέταξε στο δρόμο το τσιγάρο, καβάλησε την κουπαστή του μπαλκονιού, άπλωσε τα χέρια του, πιάστηκε απ’ την τσιμεντένια κολώνα της ΔΕΗ και γλίστρησε απαλά στο έδαφος. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε θριαμβευτικά, ικανοποιημένος με το κατόρθωμά του, περιμένοντας να δει την αντίδρασή μου. Φυσικά… δεν μου έμεναν και πολλά περιθώρια. Με τον ίδιο τρόπο κατέβηκα στο πεζοδρόμιο δίπλα του.
     Κανείς απ’ τους δυο μας, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, στο ότι τα ρούχα μας, ήταν σε άθλια κατάσταση. Μας προβλημάτισε όμως, το είδος διασκέδασης που θα κάναμε. Είχαμε «μεσάνυχτα», από τις νυχτερινές διασκεδάσεις της εποχής και κυρίως δεν γνωρίζαμε τίποτα, για την πόλη, στην οποία φτάσαμε νύχτα, χωρίς να έχουμε δει το παραμικρό απ’ αυτή.
     Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε, πως ήμασταν σε μια άγνωστη μεγαλούπολη, μέσα στη νύχτα και δεν ξέραμε που θα έπρεπε να πάμε και τι να δούμε. Αποφασίσαμε να πάμε προς το λιμάνι, με την ελπίδα ότι θα βρίσκαμε, κάτι αξιόλογο. Αφού περιπλανηθήκαμε αρκετές ώρες, χωρίς τίποτα απ’ τη νυχτερινή ζωή του Ηρακλείου, να μας ικανοποιεί, ήπιαμε ένα αναψυκτικό, στην πλατεία της κρήνης του Μοροζίνι, με τα περίφημα λιοντάρια. Η κίνηση που είχε η πλατεία, ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μας, καθώς κι οι δυο μας, πρώτη φορά βρισκόμασταν σε μια τόσο μεγάλη πόλη και μάλιστα νύχτα.
     Αφού χαζέψαμε γι αρκετή ώρα, στην πολύβουη πλατεία, αποφασίσαμε να γυρίσουμε, ίσως γιατί κανένα ενδιαφέρον δε βρίσκαμε πλέον, ή ίσως γιατί είχαμε ήδη κουραστεί απ’ το ταξίδι. Το ξενοδοχείο μας, το Olympic, ήταν αρκετά κοντά και φτάσαμε σχετικά γρήγορα. Εκεί όμως, άρχισαν τα... προβλήματα.
     Το να κατεβείς γλιστρώντας από μια κολώνα, είναι μάλλον εύκολο, το να κάνεις όμως το αντίστροφο, είναι μάλλον αδύνατο. Κοιτούσαμε το στύλο της ΔΕΗ και ξύναμε με αμηχανία το κεφάλι μας, ψάχνοντας να βρούμε, μια λύση, στο απίστευτα μεγάλο πρόβλημα, που είχαμε μπροστά μας. Όλες μας οι προσπάθειες, να σκαρφαλώσουμε, στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, πήγαν χαμένες. Κάποια στιγμή, έβαλα τον φίλο μου στους ώμους μου κι αυτός αγκάλιασε τη κολώνα. Εγώ, τον έπιασα απ’ τα παπούτσια και προσπάθησα να τον σηκώσω, όσο πιο ψηλά μπορούσα. Αυτός τέντωσε τα χέρια του, να πιαστεί απ’ το μπαλκόνι και... χάσαμε την ισορροπία μας.
     Ο θόρυβος που έκανε η πτώση μας, δεν πέρασε απαρατήρητος. Ένας χωροφύλακας, που μάλλον έκανε περιπολία στην περιοχή, μας βούτηξε απ’ τον γιακά, νομίζοντας πως ήμασταν διαρρήκτες. Έντρομοι εμείς, προσπαθούσαμε με πανικό να του εξηγήσουμε, ότι ήμασταν μαθητές, που το σκάσαμε απ’ το δωμάτιο που μέναμε και δεν είχαμε καμιά σχέση με κλέφτες και μπουκαδόρους, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ακούγοντας τη λέξη μαθητές, μας κοίταξε για λίγο αμίλητος και μετά έβαλε τα γέλια. Άφησε τη λαβή και μας έβαλε να του διηγηθούμε τα κατορθώματά μας.
     Τη φασαρία την άκουσε κι ο υπάλληλος της ρεσεψιόν, ο οποίος επιβεβαίωσε τα λεγόμενά μας. Διασκέδασαν πάρα πολύ με τη σκανταλιά που κάναμε και σε λίγο τα πίναμε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, σαν παλιόφιλοι. Αφού εξαλείψαμε, κάθε πιθανή υποψία, απ’ το όργανο της τάξης, ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, με το δεύτερο κλειδί ασφαλείας, άνοιξε το δωμάτιο, μπήκαμε μέσα και μετά μας κλείδωσε. Το πρωί κανένας απ’ τους συνοδούς ή τους μαθητές δεν κατάλαβε τίποτα για τη νυχτερινή μας περιπέτεια. Αν όμως κάποιος πρόσεχε καλύτερα τα πρόσωπά μας, θα αντιλαμβανόταν την κόπωση και κάποιους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια.

     Στην επόμενη μας διανυκτέρευση, στην Ιεράπετρα, ο αυστηρός καθηγητής είχε φροντίσει, ώστε τα κορίτσια να μείνουν σ' ένα ξενοδοχείο, στη μια άκρη της πόλης και τα αγόρια σ' έναn ξενώνα, στην άλλη άκρη.  Κάποια στιγμή έφυγε, πιθανώς να συνδράμει την χαμηλών τόνων φιλόλογο, που ήταν συνοδός των κοριτσιών. Εμείς φυσικά ξεσαλώσαμε, νομίζοντας πως μας άφησε μόνους. Τελείως αιφνιδιαστικά, μπήκε μέσα στο ξενώνα, συνοδευόμενος από την γυναίκα του. Eκείνη την στιγμή, βγήκε από το μπάνιο ο φίλος μου, φορώντας μόνο το σλιπ και έχοντας, ένα τσιγάρο αναμμένο, στα χείλη του. Mόλις είδε τον καθηγητή με την γυναίκα του στο σαλόνι, xτύπησε με δύναμη τη παλάμη του στο μέτωπο, φωνάζοντας με απελπισία… «Ωχχχχ!». Συγχρόνως, με φόρα έτρεξε να κρυφτεί, κάτω από τα κρεβάτια, που ήταν στη σειρά βαλμένα. Το τι καζούρα επακολούθησε, δεν είναι δυνατό να περιγραφεί. Ο καημένος, ένιωθε ντροπή, μόνο για την εμφάνιση του και όχι που συνελήφθη με τσιγάρο στο στόμα.
     Ο πατέρας του Μανώλη, διατηρούσε ένα τελείως ιδιότυπο καφενείο στην πόλη μας. Στεγαζόταν σε μια αίθουσα, που ήταν διαμπερής, με δύο εισόδους, η μία στην κεντρική οδό της πόλης και η άλλη, στον παράλληλο, δευτερευούσης σημασίας, δρόμο. Το καφενείο, ήταν ανοικτό, όλο το εικοσιτετράωρο. Δεν έκλεινε ποτέ. Τις νυχτερινές ώρες, κανείς απ’ τους ιδιοκτήτες ή υπάλληλους δεν ήταν στο μαγαζί. Τα πάντα ήταν ανοιχτά και μπορούσε οποιοσδήποτε, να μπει μέσα, να ψήσει μόνος τον καφέ του ή να πιει οποιοδήποτε ποτό ήθελε και ν’ αφήσει το αντίτιμο, πάνω στον πάγκο του καφενείου.
     Εκεί πάνω, υπήρχε πάντα κι ένα πακέτο με τσιγάρα, για την περίπτωση, που κάποιος απ’ τους νυχτερινούς επισκέπτες, είχε ξεμείνει και ήθελε ν’ απολαύσει, μαζί με τον καφέ του κι ένα φουμάρισμα. Δεν θυμάμαι, αν το όνομα του καφενείου ήταν «η Ελβετία» ή το έλεγαν έτσι, για την τακτική που ακολουθούσε. Αυτό, εμένα που είχα μεγαλώσει στη Μακεδονία, μου φαινόταν εξωπραγματικό, αλλά οι υπόλοιποι συμπολίτες μας, το έβλεπαν τελείως φυσιολογικό.
     Πλάι στην πρώτη είσοδο του καφενείου, μπαίνοντας δεξιά, υπήρχε ένα ξύλινο γκισέ, στο οποίο ο θείος του, είχε εγκαταστήσει το μοναδικό προποτζίδικο της περιοχής. Στους τοίχους, είχε φωτογραφίες ποδοσφαιριστών και αθλητών, που τις αξιολογούσε κανείς, ανάλογα με τις προτιμήσεις του, σαν οπαδός μιας ομάδας. Εμένα, μου έκανε εντύπωση, μια φωτογραφία του Χρήστου Παπανικολάου, όταν έκανε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ και μια άλλη του Χρήστου Ιακώβου, του μετέπειτα προπονητή, σε μια προσπάθεια άρσης βαρών.
     Εκεί μυηθήκαμε στο Προ Πο και παίξαμε τα πρώτα μας δελτία, χωρίς ποτέ όμως να κερδίσουμε. Ο φίλος μου ήταν υποτίθεται, ο εξπέρ του είδους, αλλά δε θυμάμαι να κέρδισε ούτε μία φορά. Πάντως, ήταν μια αξιοσημείωτη εμπειρία για μας, το συμπλήρωμα ενός τέτοιου δελτίου και πάντα ελπίζαμε, αλλά (φευ) μάταια, πως θα ήμασταν οι τυχεροί. Εκεί, τις μεσημεριανές ώρες, είχε βάρδια ο συμμαθητής μου, που αντικαθιστούσε τον πατέρα του και τον θείο του, στη διαχείριση του καφενείου. Προσπαθούσε να μου μάθει να παίζω τάβλι και τα βασικά παιχνίδια με χαρτιά. Αυτός ήταν «αητός» του είδους, ενώ εγώ ξεκινούσα απ’ τα βασικά. Το σίγουρο είναι, πως, τα πρώτα μαθήματα, για τα τυχερά παιχνίδια, τα πήρα σ’ αυτόν τον χώρο, μ’ αυτόν το τρόπο.
     Αργότερα, όταν αποφάσισα να φύγω απ’ το πρακτικό, ξαφνιάστηκε, όμως ποτέ δεν με ρώτησε, τους λόγους αυτής της απόφασής μου. Κάνοντας παρέα πλέον με τους «κλασσικάριους», μοιραία επέβαλα κι αυτόν, στη νέα μου παρέα και μπορώ να πω, πως ταίριαζε απόλυτα, όπως κι εγώ άλλωστε, με τα «λουλούδια» του κλασσικού. Οπότε, σε όλες τις «μαγκιές» που κάναμε, δεν συμμετείχε απλά, αλλά πρωτοστατούσε και συναγωνιζόταν τον Γιάννη, στο ποιος θα ήταν ο πιο ακραίος, σ’ ό,τι κάναμε.
     Στα χρόνια που ακολούθησαν, τον συνάντησα αρκετές φορές, λίγο πριν κάνει οικογένεια. Ήταν το ίδιο ανέμελος, απρογραμμάτιστος και βασικά, απροσάρμοστος. Μετά από λίγα χρόνια, σε μια επίσκεψή μου, γνώρισα τα παιδιά και τη γυναίκα του, αλλά παρατήρησα, πως ελάχιστα είχε αλλάξει στη νοοτροπία. Κάποια μέρα, μετά από χρόνια, μου τηλεφώνησε στη Βέροια και μου είπε πως ο γιός του, με μια χορευτική ομάδα απ’ την Κίσσαμο, θα χόρευε στην πόλη μου. Έτσι γνώρισα τον Μιχάλη, ο οποίος, ήταν γνήσιος γιός του πατέρα του. Το βράδυ που τον αναζήτησα, στο υπαίθριο θεατράκι της γειτονιάς μου, όπου θα γινόταν η επίδειξη των Κρητικών χορών, οι ενήλικες συνοδοί, μου ήταν γνώριμες φιγούρες. Ο Μιχάλης όμως μου είπαν, πως έλειπε. Όταν ρώτησα τον λόγο, μου είπαν ότι είχε ξεχάσει, την κρητική φορεσιά του, στον ξενώνα που τους φιλοξενούσαν. Γέλασα, γιατί ήμουν σίγουρος, πως κι ο πατέρας του, θα έκανε κάτι ανάλογο.
     Τον ξαναείδα, το τελευταίο του καλοκαίρι, στο νοσοκομείο Χανίων, που πήγα να τον επισκεφτώ. Είδα, μια καταβεβλημένη καρικατούρα, του ανθρώπου με τον οποίο μεγάλωσα. Η αρρώστια του, ήταν σε προχωρημένο στάδιο. Συνέχιζα να τον επισκέπτομαι, κάθε απόγευμα, για όλες τις μέρες που ήμουν στην Κρήτη, μέχρι που μια μέρα η Ελευθερία, η γυναίκα του, μου είπε πως δεν ήθελε να με δει. Έμεινα για λίγα λεπτά άφωνος, δεν πίστευα σ' αυτό που άκουγα. Μέχρι που κατάλαβα, πως δεν ήταν ότι αυτός δεν ήθελε να με δει, αλλά απλά δεν ήθελε να τον βλέπω εγώ, στην κατάσταση που ήταν. Οι γονείς, συγγενείς και καθηγητές τον φώναζαν Μανώλη, τα «λουλούδια» της παρέας μας κι εγώ τον φωνάζαμε «ΠΣΙΠΣΗ»!
     ΥΓ. Ολοι οι φίλοι μου, έγραφαν το ονόμά του ως Ψιψής!
     Σε ενα σημείωμα που μου έστειλε κάποτε, υπέγραψε ως ΠΣΙΠΣΗΣ και από τότε το υιοθέτησα και εγώ!

No comments:

Post a Comment