Thursday, 1 June 2017

Γράμμα από την Εθνική οδό Θεσσαλονίκης - Αθηνών. Ο Λεωνίδας και οι 304


Της Ανατολής Μελίδου


     Τέλη Νοέμβρη του '70, στην Εθνική Θεσσαλονίκης-Αθηνών, ένα φορτηγό γεμάτο με την πραμάτεια μας... Ο οδηγός μπροστά, δίπλα του ο μπαμπάς μου, ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ένας μικρός χώρος, σαν κρεβατάκι, και επάνω του, στριμωγμένοι η μαμά μου, εγώ και η μικρή μου αδελφή... πολύ μικρούλα ήταν τότε, μόλις είχε αρχίσει να περπατάει... Έκανε ψοφόκρυο θυμάμαι και ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο μας ακολουθούσε από την ώρα που ξεκινήσαμε... Η ατμόσφαιρα πολύ βαρειά... Πηγαίναμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα... στην κυριολεξία όμως...

     Φεύγαμε κυνηγημένοι, φεύγαμε γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση, φεύγαμε για να γλυτώσουν τα παιδιά, όπως έλεγε ο μπαμπάς...

     Χούντα βαθιά, και στον μικρό τόπο που ζούσαμε, όλα μεγεθύνονταν... Προσωπικές έχθρες και αντιζηλίες βγαίναν στην επιφάνεια με τον πιο σκληρό τρόπο... Ο μπαμπάς μου, μια ζωή δημοκρατικός, από την αρχή μπήκε στο στόχαστρο... “Μελίδη για να την βγάλεις "καθαρή", πρέπει κάθε μέρα να "καρφώνεις" δύο άτομα...” του είπαν στην υπηρεσία που δούλευε... δύο άτομα που θα τα υποδείκνυαν αυτοί, και θα είχαν μετά την "αφορμή " που θέλαν για να τα απολύσουν...

     Φυσικά ο μπαμπάς μου αρνήθηκε... αρνιόταν για πολύ καιρό, αντιστεκόταν με νύχια και με δόντια... και φυσικά μετά αρχίσαν τα παρατράγουδα... Νυχτερινές επισκέψεις στο σπίτι, εκφοβισμοί, φωνάζαν την μάνα στο Τμήμα για "συμμόρφωση" κλπ...



(Λίγο καιρό πριν φύγουμε...)

     Η κατάσταση δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο αρχές Φθινοπώρου του '70... Ο μπαμπάς αρνιόταν να κάνει αυτό που του ζητούσαν και αρχίσαν τους εκφοβισμούς ακόμη πιο πιεστικά...

     "Έχεις δυο κοριτσάκια Μελίδη, κάνε ότι θέλουμε αν θέλεις να "βγουν" στην ζωή... δεν λυπάσαι τα παιδιά τουλάχιστον;”

     "Δεν θα κάνουν τίποτα”, έλεγε ο μπαμπάς μου, “είναι θρασύδειλοι...”

     Όμως φαίνεται ότι μέσα του, υπήρχε ο φόβος... ένα "αν..." Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε, για εμάς όμως; Τι θα έκανε;

     Ένα βράδυ πήγε στην δουλειά του, δούλευε βάρδιες... Tον περιμέναν στο γραφείο... Μόλις τους είδε κατάλαβε... Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα απόψε, σκέφθηκε... Μπροστά του ένα χαρτί, μία λίστα με ονόματα... και δίπλα ακριβώς ένα περίστροφο, αφημένο δήθεν τυχαία... “Διάλεξε δύο” του είπαν, “αρκετά τράβηξε η ιστορία...” Τους κοίταξε στα μάτια... δεν είπε τίποτα. “Δεν ακούς;” συνέχισαν... “δύο ονόματα ή την ζωή σου... ατυχήματα γίνονται συνέχεια εξάλλου”, συνέχισαν... Ο μπαμπάς αμίλητος... Του βάλαν το περίστροφο στο κεφάλι...

     “Κάντε ότι θέλετε”, απάντησε... “δυο κοριτσάκια έχω στον κόσμο, θέλω όταν μεγαλώσουν το μέτωπό τους να είναι καθαρό...” Αιφνιδιάστηκαν... όντως θρασύδειλοι... του πετάξαν ένα άλλο χαρτί με την παραίτησή του... (η δουλειά του ήταν στο Δημόσιο, δεν μπορούσαν να τον απολύσουν...). Υπέγραψε... Ήμουν μικρή βέβαια, αλλά όλα τα θυμάμαι πολύ έντονα...

     Γύρισε ο μπαμπάς στο σπίτι ξημέρωμα... φαινόταν τσακισμένος αλλά και απελευθερωμένος... “Θα δουλέψω στα λατομεία”, μας ανακοίνωσε... “θα σπάω πέτρα... δεν θα έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου...”

     Δούλεψε μία εβδομάδα στο λατομείο... τέλος της βδομάδας όταν πήγε να πληρωθεί, του λέει ο υπεύθυνος... “Αλέξανδρε, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, όμως μην ξανάρθεις... με απειλούν πως θα με κάνουν κακό, αν δεν σε διώξω...” Κατάλαβε...

     Όπου και να έψαξε δουλειά, υπήρχε απαγορευτικό... Εννοείται ότι οι επισκέψεις στο σπίτι για εκφοβισμό συνεχιζόταν... εννοείται ότι τις νύχτες ακούγαμε κάποιους να έρχονται έξω από το σπίτι μας, απροκάλυπτα, να κάνουν έντονη την παρουσία τους, για να μην μπορούμε να αναπνεύσουμε...

     Έτσι πάρθηκε η μεγάλη απόφαση... Μετακομίζουμε... Υπήρχαν συγγενείς στην Αθήνα... Βρέθηκε και μία δουλειά... θα χανόμασταν στην μεγάλη πόλη... θα μπορούσαμε ίσως να συνεχίσουμε την ζωή μας... Φορτώσαμε λοιπόν τα μπαγκάζια μας στο φορτηγό και ξεκινήσαμε... ούτε και ξέραμε τι μας περίμενε... Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, με το ψοφόκρυο και το εκνευριστική ψιλόβροχο... Θυμάμαι τις λεπτομέρειες της διαδρομής, τα φώτα από τα αυτοκίνητα που μας προσπερνούσαν, τα άλλα που ερχόταν από απέναντι... την αδελφή μου να κλαίει, την μαμά μου να προσπαθεί να την ηρεμήσει... το βλέμμα του μπαμπά μου... “όλα καλά θα πάνε”, έλεγε, “όλα καλά, εγώ είμαι εδώ...” 

     Στο άγαλμα του Λεωνίδα, ο οδηγός του φορτηγού σταμάτησε... “να κάνω ένα τσιγάρο” είπε... Κατεβήκαμε, ο οδηγός, ο μπαμπάς μου κι εγώ...

     "Ξέρεις εδώ έγινε η μάχη των Θερμοπυλών”, θέλησε να μου εξηγήσει ο οδηγός... “εδώ αντιστάθηκαν οι 300... εδώ η πατρίδα...”

     Ούτε κατάλαβα πώς ζαλίστηκα, πώς διπλώθηκα στα δύο, πώς έβγαλα από μέσα μου ό,τι υπήρχε...

     Από τότε κάθε φορά που περνάω μπροστά από το άγαλμα του Λεωνίδα, το στομάχι μου πιάνεται και πάντα, μα πάντα, γυρνάω το κεφάλι για να μην βλέπω...

(Συνεχίζεται)

1 comment:

  1. Εξαιρετική περιγραφή που ξυπνάει μνήμες.

    ReplyDelete