Της Ελένης Δημητριάδου
Έβρεχε βεροιώτικα,
μελαγχολία και ερημιά στους δρόμους,
μεσημέρι Παρασκευής. Κατηφορίζω τη
Μητροπόλεως μόνη κάτω από μια ομπρέλα.
Βρέχει και βρέχονται τα μάτια μου, κλαίω
αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει. Τι
ωραία δικαιολογία η βροχή η βεροιώτικη!
Τα βρεγμένα μάτια κοιτάζουν αχόρταγα
να κατασπαράξουν όλα όσα ονειρευόμουν,
όλα όσα έζησα.
Πάω κι έρχομαι
στη γειτονιά μου. Η Μητρόπολη, το σπίτι
του Δεσπότη, ο ναός. Πόσο μικρός μου
φαίνεται τώρα! Να το σπίτι «μας». Η
πολυκατοικία «μας». Μητροπόλεως 34.
Υπάρχει ακόμη το κατάστημα ηλεκτρικών
ειδών «Χατζηκοκόλη» του ιδιοκτήτη.
Θα ανέβω. Η πόρτα ανοιχτή. Κάτι διαφημιστικά
πλακάτ ασχημαίνουν το πλατύσκαλο. Επάνω
κρέμεται ακόμη το φωτιστικό - κινέζικο
φαναράκι που ήταν της μόδας στη δεκαετία
του 60. Η κουπαστή της σκάλας ξύλινη
στρογγυλεμένη όπως τότε.
(Η είσοδος της
πολυκατοικίας και του διαμερίσματός
μας)
Ανεβαίνω: 1ος
όροφος, συνεχίζω 2ος όροφος. Η
ανάσα μου κόβεται. Η πόρτα «μας». Η
ταμπέλα έξω γράφει ένα άγνωστο όνομα:
«…Γιατρός». Είναι σπίτι ή ιατρείο; Θα
κτυπήσω το κουδούνι, κάτι θα βρω να πω,
μόνο να μ’ αφήσουν να το δω, να το
αγκαλιάσω με το βλέμμα μου. Κτυπώ: ο
γνώριμος ήχος. Ησυχία. Ξαναχτυπώ. Τίποτε.
Τέλος. Δε θα το δω. Συνεχίζω. 3ος
όροφος. Να το διαμέρισμα της Έλλης και
της Σύνθιας, είναι τυχερές γιατί βλέπουν
πίσω στην αυλή. Και απέναντι του Γιάννη
και της Ρούλας. Πόσες όμορφες αναμνήσεις,
πόσα γέλια, χαρές, παιγνίδια! Πράγμα
παράδοξο όμως, στα όνειρά μου πάντα
ανεβαίνω σ’ αυτό τον όροφο αναζητώντας
παρέα για παιγνίδι, και συνήθως δεν
είμαι ευπρόσδεκτη.
Συνεχίζω, ένα πάτωμα ακόμη και να η
ταράτσα, θα δω τον κήπο, θα δω τα σπίτια
απέναντι, τον κάμπο. Πρώτη απογοήτευση:
κτίσματα-εμπόδια έχουν μπει, δεν έχω
πρόσβαση στην πίσω πλευρά του σπιτιού,
κι ο κάμπος χάθηκε θαρρείς. Η οικοδομή
του Τσικερδάνου έγινε πολυκατοικία.
Εκείνο το υπέροχο σπίτι με τις κόκκινες
στρογγυλεμένες εσοχές στις βεράντες
του, και τη μεγάλη βεράντα στον επάνω
όροφο - μεγάλη σαν αλάνα - της γιαγιάς
που μας χαιρετούσε χαμογελαστή κάθε
μέρα. Γέμισε πολυκατοικίες ο δρόμος, τα
λίγα διώροφα αντέχουν ακόμη, σαν να με
περίμεναν για να προσφέρουν ένα κομμάτι
από το γνώριμο ντεκόρ. Ο απαγορευμένος
κήπος. Θα κατέβω στο υπόγειο. Τώρα είμαι
μεγάλη, δε φοβάμαι το σκοτεινό διάδρομο
που οδηγεί στην αυλή. Κατεβαίνω τα
σκαλιά. Υπάρχουν αντικείμενα και όλα
είναι σκοτεινά. Κάτι με κρατάει και δεν
τον διασχίζω. Τελικά φεύγω χωρίς να
ξαναδώ τον μαγικό κήπο. Ίσως είναι
καλύτερα έτσι.
(Ο
πατέρας μου κι εγώ στην ταράτσα το 1968.
Η ίδια ταράτσα το 2003)
Απέναντι,
στο στενό των Ιεραρχών. Το ανεβοκατεβαίνω
συνέχεια στα όνειρά μου, άλλοτε ανεβαίνω
στη γεμάτη κίνηση Μητροπόλεως και
άλλοτε κατεβαίνω και χάνομαι λέει δίπλα
σε ένα γραφικό ποταμάκι. Και άλλη
απογοήτευση, το δίπατο σπίτι της Μαριάννας
της συμμαθήτριάς μου, τόσο ζεστό και
όμορφο σαν παλάτι, έγινε πολυκατοικία.
Τρέχω πιο κάτω, να προλάβω. Αναπαλαιωμένα
σπίτια, μια κυρία τινάζει το χαλί ψηλά
από το παραθύρι της. Μου χαμογελά, τη
φωτογραφίζω.
Αυτό! Αυτό είναι
το σπίτι της κυρίας Ηώς. Ερειπωμένο πια.
Θα το δω από κοντά. Περνώ την ξεχαρβαλωμένη
καγκελόπορτα, ο στενός διάδρομος γεμάτος
πέτρες και χαλάσματα οδηγεί στην είσοδο
του επάνω ορόφου. Δυο τρία σκαλοπάτια,
η πόρτα ανοικτή, βλέπω την ξύλινη σκάλα,
επάνω ψηλά - αχ! ακούω ακόμη τις φωνές
που βάζει η κυρία Ηώ στη φίλη μου τη
Μαριάννα και τον Άκη τον αδελφό της για
να πάψουν να μαλώνουν. Στον κάτω όροφο,
με είσοδο κατευθείαν στο δρόμο ένα πιο
ταπεινό σπίτι, γνώριμο ωστόσο και γεμάτο θαλπωρή, το
σπίτι της Κικής της συμμαθήτριάς μου,
που όσο ήμασταν ζευγαράκι στο θρανίο,
δεν την άφηνα σε ησυχία σύμφωνα με το
δάσκαλό μας, τον κ. Οικονόμου.
(Το σπίτι της
κυρίας Ηώς)
Θα κατηφορίσω
λίγο ακόμη. Άραγε αυτό να είναι το σπίτι
της Αλίκης; Δεν είναι εδώ η Φωφώ να με
βοηθήσει να το βρω, όπως τότε που της
πήγα γεμάτη αμηχανία ένα πακέτο με
χριστουγεννιάτικα δώρα.
Πίσω στη
Μητροπόλεως. Να το σχολείο μας, που είναι
ο μαντρότοιχος; Θα μπω μέσα δε με νοιάζει,
Δημαρχείο είναι. Ποιος θα με ρωτήσει τι
θέλω; Να η σκάλα που οδηγεί επάνω στο
Γυμνάσιο. Δεν την ανέβηκα ποτέ, ούτε και
τώρα. Αριστερά ο διάδρομος με την τάξη
μας. Πόσες φορές τον είδα στον ύπνο μου,
να θέλω λέει να πάω στην τάξη μου και να
μη με δέχονται. Προχωρώ σαν υπνωτισμένη.
Αυτή πρέπει να είναι! Κόσμος πάει κι
έρχεται στο διάδρομο. Κρυφοκοιτάζω από
τη μεγάλη πόρτα: τα παράθυρα, πώς μίκραιναν
έτσι; Εκείνα τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα.
Μπαίνω στο γραφείο, στην τάξη μου, γεμάτη
έπιπλα, ασφυκτικά γεμάτη κι όμως ήταν
απέραντη, χωρούσε ένα σωρό παιδιά.
«Θέλετε κάτι;», «Ήταν η τάξη μου»,
λέω σαν χαμένη. «Μπορώ να βγάλω μια
φωτογραφία;», η φωνή μου σπάει από
συγκίνηση. Πλήρης κατανόηση από τους
υπαλλήλους. Με κοιτούν με δέος. «Θέλετε
να βγούμε έξω;», «Όχι, τη θέλω ζωντανή»,
λέω και φωτογραφίζω. Τους ευχαριστώ και
φεύγω. Τριγυρνώ στην αυλή. Να το εκκλησάκι,
εδώ εμφανίστηκαν κάτι οστά ανθρώπινα
σε εργασίες που είχαν γίνει… Μπλιάχ!
Ήταν τόσο τρομαχτικό! Πίσω αυλή. Οι
σκάλες: εκεί επάνω ντροπή μεγάλη, να μου
αναθέσει η δασκάλα να πω την προσευχή
κι εγώ να τη σταματήσω στη μέση γιατί
θυμήθηκα μια «καλύτερη», μπροστά σε όλα
τα παιδιά και τους δασκάλους.
Αργότερα στο γυμνάσιο η ντροπή της
σκάλας ξεπλύθηκε όταν ανέβηκα για να
πάρω τον έπαινο.
Απέναντι
το σπίτι της Μαρίας, στο σπίτι της Άρτεμης
η ταμπέλα τώρα γράφει «Αρχιτέκτων», να
ανέβω; Θα με θυμάται; Θα γελοιοποιηθώ;
Αντίκρυ το Σταρ, κάποιοι είναι μέσα.
Μπαίνω… «Μπορώ να μπω; Ερχόμουν εδώ
πιτσιρίκα». Πιο κάτω η εκκλησία του
Χριστού. Κατηφορίζω. Στρίβω αριστερά.
Η πολυκατοικία, η είσοδος μικρή, αυτή
είναι; Πώς μας χωρούσε τόσα κορίτσια;
«Γυμνάσιο Θηλέων». Κατηφορίζω για την
Ελιά. Εδώ το σπίτι της Λίλας, δίπλα
«Ξενοδοχείο Ελιά». Πού είναι εκείνα τα
όμορφα σπίτια – βίλες; Κάτι έμεινε. Η
Ελιά! Το μπαλκόνι μας, ο κάμπος μας. Που
να πάω τώρα; Δεξιά, θα βρω το σπίτι της
Νανάς; Πιο κάτω της Φωφώς; Δεν έχω χρόνο
για αναζητήσεις. Θα πάρω την Ανοίξεως.
Να η μεγάλη γωνιακή σύγχρονη πολυκατοικία,
πιο κάτω οι Άγιοι Ανάργυροι – ακόμη
νιώθω ντροπή που λιποθύμησα στον πρώτο
μας εκκλησιασμό στο Γυμνάσιο. Και πιο
κάτω; Καλέ τι βλέπω; Το ιδιωτικό του
Τσαλέρα έγινε καφετέρια! O
tempora, o mores!
Να προχωρήσω; Θα βρω το πρώτο σπίτι μας,
το σπίτι της κυρίας Ευανθίας;
Ξανά στη
Μητροπόλεως, πίσω από το σπίτι «μας»,
παίρνω την Τρύφωνος πηγαίνοντας στην
Κεντρικής. Πρώτος σταθμός: η αψιδωτή
στοά που οδηγούσε σε ένα περίεργο
συγκρότημα σπιτιών. Της δεσποινίδας
Θεανώς, της κυρίας Κατίνας της
«στραμπουλίχτρας», του Νίκου του
συμμαθητή μου. Ρίχνω κλεφτές ματιές.
Εδώ ήταν το γαλακτοπωλείο που παίρναμε
το γιαούρτι, μέσα σε μεγάλα πήλινα δοχεία
έβαζε ο γιος του ιδιοκτήτη τη ρηχή
κουτάλα με τον άσπρο ολόπαχο πειρασμό
και την προσγείωνε στο πιάτο που φέρναμε
από το σπίτι. «Σινέ Καπρίνη»: υπάρχει
ακόμη η μεγάλη κατακόρυφη ταμπέλα για
να μου θυμίσει τις κλεφτές ματιές από
την ταράτσα μας στις καλοκαιρινές του
προβολές.
Προχωρώ. Στέκει
μπροστά μου, δεσπόζει θαρρείς στο
σταυροδρόμι: «Ζαχαροπλαστείο Σερεμέτα».
Που είσαι Φιλώτα; Το «Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών». Κάποιος είναι πίσω από το
μεγάλο πάγκο. «Εδώ τρώγαμε τα γλυκά
μας όταν ήμασταν παιδιά», μουρμουρίζω
για να πάρω την άδεια να φωτογραφίσω
… Πρέπει να τάραξα πολύ κόσμο αυτή την
ευλογημένη μέρα. Τα τραπεζάκια και οι
καρέκλες ίδια, και η τζαμαρία η απέραντη,
θαρρείς ο χρόνος σταμάτησε. Όχι! Λείπει
το αγαλματάκι του Johnny Walker στον πάγκο
και η μεγάλη σόμπα που δέσποζε στο
κέντρο, δίπλα στη στρογγυλή κολώνα, και
που πάνω της ο Φιλώτας το πειραχτήρι,
έκανε ότι ζέσταινε το κλειδί του σπιτιού
τους και απειλούσε να με κάψει.
Βγαίνω στην
Κεντρικής – στοιχειώνει κι αυτή τα
όνειρά μου. Ο πλάτανος, πιο κάτω κατεβαίναμε
για τον κινηματογράφο Πάνθεον του
«Φαρούκ» (ψευδώνυμο του ιδιοκτήτη που
πολύ άρεσε στη μαμά), τα μικρά μαγαζάκια,
«Κλωστές Πεταλούδα», κάπου εδώ ήταν το
παιγνιδάδικο που φιλοξένησε το καροτσάκι
μου. Κάπου εδώ η μαμά έλεγε σε μένα και
την αδελφή μου: «Να είσαστε σοβαρές
στο δρόμο, να μη γελάτε».
Επόμενη μέρα:
αγορά φιλμ από το φωτογραφείο της
Μητροπόλεως για τις τελευταίες
φωτογραφίες, φαγητό στην «αναβαθμισμένη»
Ελιά, και μετά επίσκεψη στο Βήμα του
Αποστόλου Παύλου περνώντας από το
Δικαστικό Μέγαρο και τη Λέσχη Αξιωματικών
- σαν να ακούω το μπαμπά να φωνάζει
«Μπίνγκο!» - και κατόπιν στη Μπαρμπούτα,
μία άλλη Μπαρμπούτα, πολύ πιο όμορφη,
με ζωγραφισμένα αρχοντικά, αλλά με το
ποτάμι της ίδιο, και τις ρουφήχτρες του
που τόσο με φόβιζαν, μόνο που δεν πρόλαβα
να γευτώ ένα υποβρύχιο στο καφενείο
της.
Νοέμβριος 2003.
Επιστροφή στη Βέροια μετά από 34 χρόνια,
ύστερα από ένα εφιαλτικό ταξίδι μέσα
από τα βουνά της Πίνδου με βροχή, ομίχλη
και μηδέν ορατότητα. Ταξίδι προς την
κάθαρση, με άλλοθι την ομιλία μου στο
ετήσιο συνέδριο της Μαθηματικής
Εταιρείας, κάτω από τον ανάλαφρο τίτλο:
«Ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι με
διανύσματα». Έχουν περάσει 14 χρόνια
από το ταξίδι εκείνο και αναζητώ ένα
νέο άλλοθι για να ξαναβρεθώ στη Βέροια
και να κυνηγήσω τα τελευταία μου
φαντάσματα.
No comments:
Post a Comment