Της Ελένης Δημητριάδου
Οι
μαμάδες της γενιάς μου μας εγκαταλείπουν
σιγά-σιγά, αφήνοντας πίσω τους κόρες
και γιους, τη γενιά «σάντουιτς», που
έπρεπε από το ένα μέρος να ανταποκριθούν
στα αυστηρά συντηρητικά στερεότυπα που
αυτές δημιούργησαν, και συγχρόνως να
προσαρμοστούν στις δραματικά σύγχρονες
απαιτήσεις της γενιάς των δικών τους
παιδιών.
Στα
παιδιά αυτών των λατρεμένων μαμάδων,
και κυρίως στις καταπιεσμένες κόρες
τους, αφιερώνω τα παρακάτω κείμενα.
Όταν
έχασε τη μητέρα της πήγαινε σχεδόν
καθημερινά στο σπίτι της, προσπαθώντας
με τις αισθήσεις να φυλακίσει την
παρουσία της. Οσφραινόταν τον αέρα της,
μύριζε τα ρούχα της, παρατηρούσε τη
λακκούβα στην πολυθρόνα που περνούσε
τη μέρα της. Ξάπλωσε στο ξέστρωτο ακόμη
κρεβάτι της, κάθισε στην πολυθρόνα της,
προσπαθώντας να δει τον κόσμο μέσα από
τα δικά της μάτια. Τραγούδησε τα τραγούδια
που λέγανε μαζί, και που τα τελευταία
χρόνια είχαν γίνει το μόνο μέσο
επικοινωνίας τους, και τα δάκρυα κυλούσαν
στα μάτια της. Τριγύριζε στο σιωπηλό
διαμέρισμα, που γνώριζε την κάθε γωνιά
του, το κάθε χαρτάκι και πανάκι - που το
είχε ζήσει και η ίδια μέχρι να φύγει στα
τριάντα της, για να το επισκέπτεται μετά
στις διακοπές.
Ύστερα
ξεδιάλυνε τα πράγματά της: ποια θα
χαρίσει, ποια θα πετάξει, ποια θα κρατήσει.
Μετέφερε στο δικό της σπίτι ό,τι μπορούσε,
όσα χωρούσαν και όσα δεν χωρούσαν, σε
μια απεγνωσμένη προσπάθεια να περισώσει
τη μνήμη της, την αύρα της, την πορεία
της στον κόσμο και μαζί τη δική της
ιστορία, την ιστορία της οικογένειάς
της.
Ακολούθησε
η ανακαίνιση του διαμερίσματος. Για ένα
μήνα, κάθε μέρα εκεί, με ψυχραιμία, να
επιβλέπει τους εργάτες που σταδιακά
μεταμόρφωναν το χώρο εκείνης σε ένα
σύγχρονο διαμέρισμα. Ώσπου νοικιάστηκε,
παρέδωσε τα κλειδιά και νόμισε ότι
ανακουφίστηκε.
Όμως
να… όταν πήγε να εισπράξει το πρώτο
ενοίκιο έπαθε μεγάλο σοκ, γιατί δεν
μπορούσε να βρει το κουδούνι στο
θυροτηλέφωνο. Είχε αλλάξει το όνομα…
Το λευκό γιακαδάκι
Πήρε
το λευκό πικέ γιακαδάκι που κάποτε
στόλιζε τη σχολική της ποδιά και με
μανία άρχισε να καθαρίζει το παλιό
έπιπλο της μητέρας της. Ροκανίδια, παλιές
σκόνες κόλλησαν στο γιακαδάκι, και του
άλλαξαν το χρώμα.
(φωτογραφία από το eoellas.org)
Σε
λίγο έγινε ένα βρώμικο πανάκι που το
πέταξε με ανάμεικτα αισθήματα. Τρυφερότητα
για τα χρόνια της νεότητάς της, ανάμεικτη
με αποστροφή
για το σύστημα που την ήθελε από τρυφερή
ηλικία να υποτάσσεται σε κανόνες χωρίς
βούληση, μόνο και μόνο για να ικανοποιεί
τους μεγάλους που ξέρανε, τους δασκάλους,
τους γονείς, τους συγγενείς.
Χρόνια
χαμένα, δυστυχισμένα, χρόνια καφετιά
σαν το γιακαδάκι που βρίσκεται τώρα
στον πάτο του σκουπιδοτενεκέ.
Να είσαι καλό κορίτσι
Μας
έλεγαν να είμαστε καλά κορίτσια, να
παντρευτούμε και να κάνουμε παιδιά για
να δούμε προκοπή. Κι εμείς, υπάκουα
πλάσματα μέσα σε μια κοινωνία που άλλαζε
επαναστατικά, τους ακούσαμε. Σπουδάσαμε,
παντρευτήκαμε και κάναμε παιδιά.
Αρχίσαμε
με χαμόγελα και προσμονές και καταλήξαμε
σε δάκρυα και απογοητεύσεις. Στην αρχή
όλα είναι καλά, σου είπαν ότι «πρέπει»
να είναι καλά, δεν μπορείς να τους
απογοητεύσεις.
Ύστερα
λες «Όπα!
Κάτι συμβαίνει εδώ, δεν είναι όπως τα
περίμενα».
Παρατηρείς τους άλλους γύρω σου αλλά
δεν τολμάς να ρωτήσεις, και αρχίζεις να
πιστεύεις ότι αυτοί είναι ο κανόνας και
συ η θλιβερή εξαίρεση.
Αλλά
βέβαια! Ο φόβος μη σε πουν γεροντοκόρη,
η αγωνία της τεκνοποίησης, η δουλειά
που δεν πρέπει να μείνει πίσω – καλή
μαθήτρια σημαίνει επιτυχημένη
επαγγελματίας αργότερα: τι στο καλό,
δικές τους οι προσμονές, και συ πρέπει
να φανείς συνεπής.
Και
το μωρό να κλαίει και να κλαις και συ
μαζί του. Γιατί δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις
κι ας έχεις καβατζάρει τα τριάντα. Γιατί
δεν είχες χρόνο να δεις τον εαυτό σου
με τα δικά σου μάτια, να ακούσεις τη φωνή
σου, την ψυχή σου. Δεν είχες την πολυτέλεια
να κάνεις τις αταξίες σου, να περπατήσεις
με τα πόδια σου, να αποκτήσεις εμπειρίες.
Και
μετά λες: «Αυτό
ήταν.
Τώρα
με νοιάζει μόνο το παιδί μου».
Και επειδή το λες αυτό, το μεγαλώνεις
λάθος. Έγκλημα στο έγκλημα των άλλων.
Άλλες
θα το είχαν ρίξει στα «σκληρά ναρκωτικά»:
λαχταριστές συνταγές, μουσακάδες, γλυκά
του κουταλιού και του ταψιού, άνοιγμα
φύλλου για πίτα, τραπεζώματα, πλέξιμο,
κέντημα, ράψιμο, λάντζα και λάτρα,
καινούργια έπιπλα, διακοσμητικά, ρούχα,
παπούτσια, τσάντες, ταξίδια. Βαριά, πολύ
βαριά η νοικοκυροσύνη, ασήκωτος ο ρόλος
της «κυρίας». Εσύ απλώς θυμάσαι τα όνειρα
για καριέρα – και ξεσπάς εκεί. Διάβασμα,
εκπαιδευτικά ταξίδια, ώρες ατελείωτες
μπροστά στον υπολογιστή που τον μαθαίνεις
και σε μαθαίνει. Το παιδί σε διεκδικεί
και συ επαναστατείς – «θέλω
να διεκδικήσω ‘τώρα’ το χρόνο μου, το
όνειρό μου, τον εαυτό μου».
Αν
είσαι τυχερή, μετά από πολλά χρόνια
πάλης με συγγράμματα και ανακοινώσεις
παίρνεις και τις περγαμηνές, αλλά αυτή
τη φορά δεν τις κολλάς στον τοίχο όπως
κάποτε το πτυχίο. Τις κρύβεις σε ένα
φάκελο βαθιά στο συρτάρι και βγαίνεις
στη γύρα να διεκδικήσεις την αναγνώριση
στη δουλειά σου. Και να οι συνεντεύξεις,
και να οι καινούργιες αγωνίες, και να η
«δικαίωση».
Και
μόλις τότε σηκώνεις το κεφάλι, αλλά
βλέπεις δίπλα το μωρό σου να έχει
ενηλικιωθεί, να σε κοιτάζει απόμακρα
και επικριτικά. «Δεν
μπορεί»,
λες. «Εγώ
πάλεψα χρόνια για να πετύχω, δεν μπορεί
να έχω χάσει τη μπάλα».
Αλλά ο χρόνος έχει φύγει μέσα από τα
δάκτυλα που πατούσαν με μανία τα πλήκτρα.
Άντε να τον ξαναφέρεις πίσω.
Μέσα
στην παραζάλη περνάς άλλα τόσα χρόνια
προσπαθώντας πρώτα να καταλάβεις τι
έγινε, μετά να βρεις το κουράγιο να
διορθώσεις τις λάθος επιλογές (όσο
περνάει από το χέρι σου), να γνωρίσεις
το παιδί που έγινε γυναίκα, να το φέρεις
κοντά σου (αυτό γίνεται συνήθως μόνο
στο μυαλό σου), να γιάνεις τις πληγές
και να λυτρωθείς από τις τύψεις. Αυτό
το τελευταίο, και να λες ότι το κατάφερες,
σου το ξαναθυμίζουν τα όνειρα που
στοιχειώνουν τον ύπνο σου.
Ύστερα
το παίζεις άνετη. «Το
παιδί μου είναι καλά, παλεύει και
πετυχαίνει – ίσως κάτι πήρε και από
μένα (ψάχνεις
να το εντοπίσεις)». Και ελπίζεις, επειδή
αναγκαστικά έγινε ανεξάρτητη και πιο
δυνατή από σένα, να μπορέσει να επουλώσει
κάποιες από τις πληγές που εσύ της
δημιούργησες.
Σςςςςςς!
Ακούω
την κλήση της στο Skype.
Ίσως
αυτή τη φορά να μπορέσω να ξανακερδίσω
λίγο από το χαμένο χρόνο……
No comments:
Post a Comment