Του Παντελή Γουλάρα
- Τα τσογλάνια! Οι αλήτες! Τους στέλνουν οι γονείς να σπουδάσουν κι αυτοί μου κάνουν καταλήψεις! Ρε μέσα όλοι!
Κοιτάω αυτόν που μιλάει. Γνωστή φάτσα
τον βλέπω κάθε μέρα στο μαγαζάκι του
Χάρη και της Αθηνάς, ένα
παντοπωλείο-γαλακτοζαχαροπλαστείο,
που βρίσκεται στη οδό Αρμενοπούλου,
στην καρδιά της φοιτητογειτονιάς που
ορίζεται γύρω – γύρω από την Εγνατία,
την Πανεπιστημίου, την Αγίου Δημητρίου
και την Αποστόλου Παύλου, και περιλαμβάνει
μέσα της, την Καμάρα και τη Ροτόντα.
Γνωστή φάτσα, τον βλέπω κάθε μέρα να
κάθεται εκεί μέσα και να κουτσοπίνει
τσίπουρο ή ρετσίνα, συνήθως τύφλα στο
μεθύσι, να μιλάει μπερδεύοντας τα λόγια
του.
Σήμερα όμως είναι σχεδόν νηφάλιος. Τα
μάτια του πετάνε φωτιές, δεν μασάει τα
λόγια του. Δείχνει ξεκάθαρα ποιος είναι.
Γιατί, όλοι ξέρουν ποιος είναι ο Χρήστος.
Απότακτος χωροφύλακας, ένα ρεμάλι και
μισό, συστηματικός μπεκρής, μα πάνω απ'
όλα με συμμετοχή στα γεγονότα της
δολοφονίας του Λαμπράκη, για την οποία
καμαρώνει και δεν χάνει ευκαιρία,
εθνικόφρονας αυτός, να κοκορεύεται
πώς “τα έδωσε να καταλάβουν τα κομμούνια”.
Αρπάχτηκα. “Τι είν' αυτά που λες;” του
φώναξα. “Τους γνωρίζεις; Γνωρίζεις
γιατί παλεύουν; Ποια είναι τα αιτήματά
τους;” Σηκώθηκε αγριεμένος. “Δεν θα
μου πεις εμένα αν τους ξέρω” μου απάντησε.
Τόσα χρόνια στη χωροφυλακή τους έμαθα”. “Κι άλλα τόσα χαφιές!”
ήταν η δική μου αντίδραση.
Το πράγμα χόντρυνε. Ο Κώστας από δίπλα
με τράβηξε για να μην έχουμε άλλα. Φύγαμε,
για την κατάληψη.
1973
Νοέμβρης. Μόλις κάποιων εβδομάδων
φοιτητής, ίσως πιο λίγο από μήνα. Μένω
στο 34 της Αρμενοπούλου (γωνία με
Κωνσταντίνου Μελενίκου) στην περιοχή
της Ροτόντας, πολύ κοντά στο Πανεπιστήμιο.
Το βράδυ της 16ης βρίσκομαι στο σπίτι
και ως συνήθως διαβάζω Λουίς Λ' Αμούρ.
Ξαφνικά (πρέπει να πλησίαζε 11 η ώρα)
μπαίνει φουριόζος μέσα ο Κώστας ο
συγκάτοικός μου, που επέστρεφε από τη
δουλειά του φωνάζοντας: "Ακόμα μέσα
είσαι; Έξω γίνεται χαμός! Δεν ακούς
ραδιόφωνο; Δυστυχώς το ραδιόφωνό μας,
ένα παλιό ραδιοκασετόφωνο, είχε πάψει
να λειτουργεί λόγω πτώσης. Μη έχοντας
ιδέα τον ρωτώ να μου πει λεπτομέρειες.
Αυτός μέσα στον ενθουσιασμό του μου
λέει: "Πέφτουν" (εννοεί οι δικτάτορες).
"Έχει καταληφθεί το Πολυτεχνείο,
υπάρχει και ερασιτεχνικός ραδιοσταθμός".
Μη
μπορώντας να ακούσουμε τίποτα στο σπίτι
αποφασίζουμε να κατέβουμε κάτω. Απέναντι
από το σπίτι μας ήταν το μπακάλικο του
Χάρη και της Αθηνάς. Ο Χάρης έχει ανοίξει
το ραδιόφωνο και ακούει το σταθμό της
κατάληψης. Ο ενθουσιασμός μας δεν
λέγεται. Εκεί στήνεται κι ο καυγάς με
τον απότακτο χωροφύλακα Χρήστο.
Αποφασίζουμε
να πάμε στην κατάληψη. Όταν φτάσαμε
διαπιστώσαμε ότι όλος ο χώρος είχε
αποκλειστεί γύρω-γύρω από ασφαλίτες, παλιούς ΕΚΟΦίτες και φοιτητές των χουντικών
φοιτητικών συλλόγων. Έβριζαν, φώναζαν,
πετούσαν πέτρες, έδερναν όποιον έπεφτε
στα χέρια τους. Οι από μέσα φώναζαν
συνθήματα. Προσπαθούσαμε να βρούμε
τρύπα, για να περάσουμε μέσα αλλά ήταν
αδύνατο.
Κάποια
στιγμή ένα παιδί φορτωμένο τρόφιμα,
προσπάθησε να περάσει μέσα, αλλά μια
ομάδα χουντικών τον έπιασε και τον
ξυλοφόρτωσε. Ανάμεσά τους με αξιοσημείωτες
επιδόσεις στο ξύλο και μια γνωστή φάτσα
που τον είχα δει κάποιες φορές στο
ισόγειο της Σχολής και στο κυλικείο.
Μέτριος προς το ψηλός, αδύνατος, καστανός,
μ' ένα λεπτό μουστάκι ποντικοουρά,
κοκκινωπό. Συγκρατώ το πρόσωπο.
Λίγο
μετά εμφανίστηκαν και άλλοι, χουντικοί
και ασφαλίτες, με καδρόνια και κλομπ,
πετούσαν τρικάκια με συνθήματα υπέρ
της Χούντας και κατά των φοιτητών και
μας έδιωχναν με την απειλή του ξύλου
και της σύλληψης. Ήθελαν το χώρο καθαρό
για την επέμβαση. Είχα μαζέψει μερικά
τρικάκια απ' αυτά αλλά μάλλον χάθηκαν
στο σεισμό του 78. Τα υπόλοιπα εκείνης
της βραδιάς είναι γνωστά.
Δεν
ήξερα κανέναν από αυτούς που ήταν μέσα.
Μετά τη μεταπολίτευση και με την
ενασχόληση με τον φοιτητικό συνδικαλισμό,
γνώρισα πολλούς, είτε από την κατάληψη
της Θεσσαλονίκης, είτε από της Αθήνας.
Κάποιοι μέσα στα χρόνια που πέρασαν,
έχουν φύγει απ' τη ζωή. Κάποιοι άλλοι
αποσύρθηκαν από οποιαδήποτε πολιτική
δραστηριότητα, ενώ άλλοι συμμετείχαν
ενεργά στο μεταπολιτευτικό πολιτικό
γίγνεσθαι. Όλους όμως, άσχετα με την
πορεία τους, τους θαύμαζα για το κουράγιο
τους, να βάλουν την ελευθερία τους, την
ασφάλειά τους, την ίδια τη ζωή τους σε
κίνδυνο, αγωνιζόμενοι με αβέβαιο
αποτέλεσμα, για την δημοκρατία.
Ένα
χρόνο μετά, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας, με
τη μεταπολίτευση, άρχισαν στην σχολή
μας (όπως και σε όλες τις σχολές) οι
διαδικασίες της αποχουντοποίησης.
Κάποια στιγμή ήρθαν στις συνελεύσεις
του Συλλόγου Φοιτητών και οι προτάσεις
για την διαγραφή των χουντικών φοιτητών.
Μεταξύ των υποψηφίων για διαγραφή, κι
αυτός που έδειρε το παιδί με τα τρόφιμα.
Κάποιος που δεν ήξερα τον είχε καταγγείλει
για τη δράση του. Όταν ήρθε η ώρα να
μιλήσει, έβγαλε ένα σπαρακτικό λογύδριο,
όπου έλεγε λίγο πολύ, ότι ήταν καλό παιδί
και δεν είχε καμιά συμμετοχή στα γεγονότα.
Κόντεψε
να πείσει την συνέλευση, γιατί αυτός
που τον είχε καταγγείλει, μάλλον απουσίαζε
και δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει την
καταγγελία. Παρακολουθώντας τη συνέλευση,
ήρθαν στο μυαλό μου όλα τα γεγονότα που
ήμουν παρών. Είδα τον αδύνατο τύπο με
το μουστακάκι, να δέρνει άγρια χωρίς
κανέναν ενδοιασμό. Και την ίδια ώρα,
έβλεπα στο βήμα τον ίδιο τύπο, να κλαίγεται
δηλώνοντας ότι ήταν τελείως αμέτοχος.
Βλέποντας ότι λίγο έλειπε να τη γλυτώσει,
σηκώθηκα επάνω και βεβαίωσα εγώ το
γεγονός. Έτσι αποδόθηκε (όσο ήταν δυνατόν)
δικαιοσύνη από τη συνέλευση.
Λίγα
χρόνια μετά ο Χρήστος, ο απότακτος
χωροφύλακας, έφυγε κι αυτός απ' τη ζωή.
Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα,
αποκοιμήθηκε μεθυσμένος στο κρύο. Τον
βρήκαν το πρωί ξυλιασμένο. Έτσι έγραψαν
οι εφημερίδες.
Αυτή
ήταν η ελάχιστη δική μου συμμετοχή. Ένα
επαρχιωτάκι ήμουν, είχα έρθει στη
Θεσσαλονίκη πριν λίγες εβδομάδες,
άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αλλά μέσα σ'
αυτές τις εβδομάδες ένας άλλος κόσμος
ξύπνησε μέσα μου. Ίσως τότε να πήρα την
απόφαση της “συμμετοχής”. Μια απόφαση
που διατηρήθηκε ενεργή μέχρι σήμερα,
άσχετα από τον τρόπο που εκτελείται. Δεν
είχα σκοπό να τα γράψω. Σπάνια μιλάω γι'
αυτά. Δεν ήταν άλλωστε τίποτα σημαντικό
μπροστά σε όσα κάνανε άλλοι. Τα θυμόμουν
μόνο κάθε τέτοια εποχή και ιδιαίτερα
όταν πήγαινα στην ετήσια (κάθε 17 Νοέμβρη)
συνάντηση των παλιών μου συμφοιτητών
στην ταβέρνα “Πλάτανος¨ στη Θεσσαλονίκη.
Αλλά σήμερα η καλή μου φίλη και παλιά
μου συμφοιτήτρια Μαρία, με προέτρεψε
να καταγράψω τη μαρτυρία μου. Και το
έκανα. Και ποτέ δεν ξέχασα φάτσες...
No comments:
Post a Comment