Του Παντελή Γουλάρα
Συνηθισμένα
πράγματα. Ό, τι κάνω κάθε μέρα. Η καθημερινή
πρωινή υγιεινή. Τι μ' έπιασε σήμερα κι
άρχισα, την ώρα που τα έπλενα, να
περιεργάζομαι τα χέρια μου; Τα κοιτάζω
σαν να μην τα έχω δει ποτέ πριν. Σαν να
τα βλέπω πρώτη φορά σήμερα. Σαν να μην
ήταν τα καθημερινά μου εργαλεία όλον
αυτόν το καιρό. Παράξενα πράγματα.
Πότε
εμφανίστηκαν τόσες πολλές φλέβες στην
πλάτη τους; Φουσκώνουν και ξεχωρίζουν
σε κάθε χέρι, μ' ένα χρώμα λίγο πρασινωπό,
λίγο γαλάζιο. Στο αριστερό χέρι σχηματίζουν
ένα ολόκληρο κανονικό δέντρο. Με τον
κορμό του, που φτάνει μέχρι τη μέση του
χεριού και τα κλαδιά του που διακλαδίζονται
δεξιά κι αριστερά για να χωριστούν στη
συνέχεια και το καθένα του να σχηματίσει
ξεχωριστά το κάθε δάχτυλο. Αντίθετα στο
δεξί χέρι δεν έχουν την απλότητα του
αριστερού. Ένας θάμνος με κλαδιά μπλεγμένα
είναι. Δεν ξέρω από πού αρχίζουν και πού
τελειώνουν. Ένα πράγμα είναι σίγουρο.
Για εξήντα δύο ολόκληρα χρόνια συνεχίζουν
να μεταφέρουν το αίμα από τα ακροδάχτυλα
πίσω στην καρδιά συμμετέχοντας έτσι με
τον τρόπο τους στο θαύμα της ζωής.
(Από το pathfinder.gr)
Το
δέρμα μου, σκαμμένο πια, έχει χάσει τη
νεανικότητά του. Το τσιμπάω απαλά.
Κοκκινίζει λίγο αλλά γρήγορα επιστρέφει
στην κανονική του κατάσταση. Καλό σημάδι.
Δεν έχει χάσει ακόμα την ικανότητα
γρήγορης επαναφοράς.
Τα
δάχτυλά μου, ακούραστοι εργάτες της
καθημερινότητάς μου. Δεκαοχτώ χρόνια
στα θρανία σχολείων διαφορετικών
βαθμίδων κρατώντας ένα στυλό... Τριάντα
χρόνια σ' ένα γραφείο, άλλοτε με το στυλό
στο χέρι, άλλοτε με τη γραφομηχανή και
τα τελευταία είκοσι χρόνια μ' έναν
υπολογιστή μπροστά μου... Τα δάχτυλα
διεκπεραίωναν πάντα το έργο τους χωρίς
κανένα παράπονο. Κουράζονταν καμιά
φορά, αλλά λίγα λεπτά ξεκούρασης κι ένα
χάδι ίσως, τους έφταναν για να συνεχίσουν.
Φαίνεται
ακόμα το σημάδι στον αντίχειρα του
δεξιού χεριού. Αναμνήσεις! Τότε που
πιτσιρικάδες, παίζαμε με τον αδερφό μου
τους μονομάχους ή τους ιππότες με τα
“φοβερά” και “τρομερά” ξύλινα σπαθιά
μας. Όταν μια αδέξια κίνηση από τον
αντίπαλο και μια εξ ίσου αδέξια απόκρουση
από μένα έφεραν ένα βαθύ κόψιμο στο
δάχτυλο. Έπρεπε να δείξω γενναιότητα,
τι ιππότης θα ήμουν αλλιώς; Ούτε
Νοσοκομείο, ούτε ράμματα. Και το σημάδι,
αιώνια ανάμνηση της παιδικής ηλικίας.
Τα
άσπρα συννεφάκια δεν φαίνονται πια πάνω
στα νύχια. Προβατάκια τα έλεγε η
μακαρίτισσα η μάνα μου. Τα μετρούσαμε
ένα-ένα περήφανοι για το ποιος έχει τα
πιο πολλά. Μεγαλώνοντας μάθαμε την πεζή
αλήθεια ότι απλώς η έλλειψη ασβεστίου
ήταν η αιτία της δημιουργίας τους.
Κοιτάζω
το εσωτερικό της παλάμης. Ακολουθώ μία
– μία της γραμμές που σχηματίζονται
πάνω της. Είναι λένε οι γραμμές της ζωής,
της μάθησης, της οικογένειας, της υγείας.
Κάποιες τσιγγάνες γυρνούσαν, τότε που
ήμασταν παιδιά, τις γειτονιές της πόλης
κι διατείνονταν ότι διάβαζαν το χέρι
και έβλεπαν την μοίρα του καθένα.
Χαρακτηριστική έμεινε η φράση: “Έλα
ασήμωσε να σου πω τη μοίρα σου”. Γιατί
χωρίς ασήμι δηλαδή χρήμα, μοίρα δεν υπάρχει.
Κάπως έτσι όμως τελικά τη μοίρα μας τη
φτιάξαμε μόνοι μας, χωρίς να έχουμε
ανάγκη από καμιά τσιγγάνα να μας την
πει.
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια άσκησης του τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Dun Laoghaire Further Education Institute με θέμα την Παρατήρηση των Χεριών. Γράφτηκε αρχικά στα Ελληνικά και στη συνέχεια στα Αγγλικά, όχι ως μετάφραση αλλά η ίδια ιστορία από την αρχή.
No comments:
Post a Comment