Της Ελένης Δημητριάδου
Οι
γιαγιάδες αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα
και συμπαθή ομάδα ανάμεσα στους κατοίκους
του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι
γηραιές κυρίες έχουν μάθει να συμβιώνουν
με επιτυχία ανάμεσα σε φοιτητές και
οικονομικούς μετανάστες του πρώην
ανατολικού μπλοκ, και δίνουν μια νότα
ζεστασιάς, μια τελευταία αίσθηση της
γειτονιάς στο κέντρο της πόλης μας, που
αν και πολύβουο και πυκνοδομημένο,
εξακολουθεί να παραμένει κατοικήσιμο
και ελκυστικό για επισκέπτες και
κατοίκους.
Συνήθως
ζουν μόνες τους, συμμετέχουν στην
καθημερινότητα της πόλης, πηγαίνουν
στην εκκλησία τις Κυριακές, ψωνίζουν
στο σούπερ μάρκετ, στο μανάβικο και στο
φαρμακείο της γειτονιάς, και εισπράττουν
τη σύνταξή τους στο υποκατάστημα της
τράπεζας που είναι σχεδόν δίπλα στο
σπίτι τους. Επισκέπτονται τακτικά τους
γιατρούς τους στα κοντινά τους ιατρεία
και κάνουν ανελλιπώς τα εμβόλια και τις
εξετάσεις τους. Σπάνια έχουν συγγενείς
ή φίλες που τις επισκέπτονται, περνούν
ευχάριστα το πρωινό τους έξω από το
σπίτι, πιάνουν κουβέντα με πωλήτριες
και υπαλλήλους, προσπαθώντας απεγνωσμένα
να επικοινωνήσουν, μιλούν πολύ εύκολα
για την οικογένεια τους, παιδιά και
εγγόνια, ή θυμούνται ιστορίες από το
παρελθόν. Τα βράδια κλείνονται νωρίς
μέσα με μοναδική συντροφιά την τηλεόραση.
(Το
μπαλκόνι της νεράιδας μου)
Απομεινάρια
της αστικής ζωής του κέντρου, ιδιοκτήτριες
διαμερισμάτων της δεκαετίας του ΄50 και
του ΄60, έζησαν μια καλή ζωή, σχετικά
άνετη, απέκτησαν παιδιά ή τουλάχιστον
ανίψια, τα σπούδασαν, τα πάντρεψαν, αλλά
αυτά πήγαν να μείνουν πιο έξω, έχασαν
τους συντρόφους τους κι έμειναν μόνες.
Όσο
βαστούν τα πόδια τους, βγαίνουν για
κανένα καφεδάκι σε ένα από τα πολλά καφέ
του κέντρου με φίλες – χήρες οι
περισσότερες. Το πρωί 10.30 με 12.30, και
καμιά φορά και τα απογεύματα, γεμάτα τα
καφέ με περιποιημένες κυρίες, να φοράν
την Άρτα και τα Γιάννενα σε χρυσαφικά,
χτένισμα κομμωτηρίου, κόκκινο κραγιόν
στα χείλη. Οι συζητήσεις έντονες για τα
παιδιά, τα εγγόνια, για το φαγητό που θα
μαγειρέψουν, για τη λάτρα του σπιτιού,
για κανένα σήριαλ, για τα νέα της
τηλεόρασης. Ανοίγουν το σπίτι για
οικογενειακά τραπεζώματα, οι Κυριακές
είναι το καλύτερό τους: να συγκεντρώσουν
πάλι την οικογένεια, που έχει
πολλαπλασιαστεί, γύρω από το μεγάλο
τραπέζι, να βγάλουν το καλό σερβίτσιο,
να μαγειρέψουν τις λιχουδιές τους, να
γεμίσει το σπίτι μυρωδιές, φωνές και
χαρές. Να καμαρώσουν για τα εγγόνια
τους, το μεγάλωμα και την προκοπή τους.
Αργότερα, οι βόλτες αραιώνουν, λίγο τα
αρθριτικά, λίγο που τα υπολείμματα της
νεανικής διάθεσης έπεσαν, λίγο που
άρχισαν κάποιες να φεύγουν. Τέλος και
τα τραπεζώματα στην οικογένεια. Στην
καλύτερη περίπτωση, οι ρόλοι αντιστρέφονται
και κάποιο παιδί θα περάσει τις Κυριακές
ή τις γιορτές με το αυτοκίνητο να τις
πάρει για να φάνε όλοι μαζί. Οι καφέδες
περιορίζονται ή τελειώνουν οριστικά.
Ας είναι καλά η τηλεόραση, όλα τα
παρακολουθούν, σήριαλ, ειδήσεις,
τηλεπωλήσεις. Και έχουν άποψη για όλα.
Και φυσικά θέλουν να τη μοιραστούν.
Καλύτερη παρέα τους τώρα η φαρμακοποιός
της γειτονιάς, οι υπάλληλοι στο γκισέ
της τράπεζας όπου πάνε ανελλιπώς κάθε
μήνα για τη σύνταξή τους, και τα κορίτσια
στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. Η ουρά
μπορεί να περιμένει. Αυτές καθυστερούν
με περισσή φροντίδα, είναι λαλίστατες,
γεμάτες οικειότητα.
Στο
τέλος η βόλτα περιορίζεται στα μπαλκόνια
τους, εκεί κάθε μια δείχνει την
προσωπικότητά της. Μέχρι που δεν
ξαναβγαίνουν πια, χάνονται για πάντα
από τον οπτικό σου ορίζοντα και στη θέση
τους εμφανίζονται άλλες κυρίες ξένες
που αναλαμβάνουν το νοικοκυριό και την
περιποίησή τους. Και όταν κάνεις μέρες
να δεις κίνηση στο σπίτι, καταλαβαίνεις
και ας μη θέλεις να το παραδεχτείς. Πάει!
Έφυγε κι αυτή η γιαγιά!
Όταν
επέστρεψα πριν από 10 χρόνια στο ιστορικό
κέντρο της Θεσσαλονίκης, περιστοιχισμένη
από πολυκατοικίες και αμέτρητα
διαμερίσματα, ήταν αυτές οι τρεις κυρίες,
οι μοναδικές από τους πολυάριθμους
γείτονες που μου τράβηξαν την προσοχή.
Η
κυρία Ελένη φαινόταν η νεότερη και η
πιο αριστοκρατική. Αρχοντογυναίκα,
παλιά ομορφιά, ντυμένη άψογα, μαλλιά
βαμμένα μαύρα, χτενισμένα στο κομμωτήριο.
Τα μπαλκόνια μας απέναντι, μια ανάσα
δρόμος. Καθόταν πάντα όρθια, με την στητή
της κορμοστασιά, μόλις ακουμπώντας τα
χέρια της στα κάγκελα, με τις ώρες,
παρατηρώντας την κίνηση από πάνω στην
Εγνατία μέχρι κάτω στην Τσιμισκή. Μια
μέρα αποφάσισα να της μιλήσω. «Καλημέρα,
είστε καλά;». Έλαμψε το πρόσωπό της.
«Εδώ μένετε;» με ρωτάει δύσπιστα.
Και τότε σκάει μύτη μια κυρία με άσπρα
μαλλιά, φαινόταν από τις μορφωμένες του
πρώην ανατολικού μπλοκ. «Πάντοτε
παραπονιέται γιατί δεν ανοίγετε την
πόρτα, θέλει να βλέπει κόσμο!». Δεν
είχε παντρευτεί κι έμενε μόνη της με τη
συντροφιά της κυρίας αυτής, αλλά την
επισκεπτόταν η αδελφή της που ζούσε
λίγο πιο πάνω στην Εγνατία. «Ελάτε για
καφέ», την προσκάλεσα μια μέρα, γέλασε
φιλάρεσκα για την αναπάντεχη πρόσκληση.
Οι συνομιλίες μας συνεχίστηκαν για
αρκετό διάστημα, ήταν πάντα πολύ
χαρούμενη όταν, μετά από τις καλοκαιρινές
διακοπές, έβλεπε επιτέλους να ανοίγω
τα παντζούρια και να τη χαιρετάω. Την
παρατηρούσα στητή και περιποιημένη,
καλοντυμένη τις Κυριακές να τη συνοδεύει
η ασπρομάλλα κυρία στην εκκλησία της
Υπαπαντής και μετά ξανά στο μπαλκόνι,
ακόμη κι όταν ο καιρός δεν ήταν καλός.
Ώσπου άρχισε να μην με καταλαβαίνει
όταν της μιλούσα. «Δεν ακούει καλά»,
μου έλεγε η συνοδός της. «Αρχίζει να
έχει άνοια», με πληροφόρησε η Αννέτα,
η καθαρίστρια της πολυκατοικίας μας,
που καθάριζε συγχρόνως αρκετά διαμερίσματα
στη γειτονιά, και ήξερε καλύτερα τα
πράγματα από μένα. Όταν επέστρεψα ένα
καλοκαίρι μετά τις διακοπές, είδα το
μπαλκόνι της αλλαγμένο. Άλλες κουρτίνες,
ξένα αντικείμενα έξω, οι τζαμόπορτες
κλειστές. «Πού πήγε η κυρία Ελένη»; ρωτώ
την Αννέτα, για να πάρω την απάντηση: «Η
κυρία Ελένη πέθανε. Το σπίτι το πήρε ο
ανιψιός της». Πότε πρόλαβε; Γιατί δεν
κατάλαβα τίποτε; Αυτός ο νέος γείτονας
με τη σύζυγο και το μικρό τους παιδί, θα
έπρεπε να είναι μια νότα αισιοδοξίας
για το κέντρο και τους κατοίκους του.
Αλλά για μένα ήταν οι εισβολείς που ποτέ
δε θα με χαιρετούσαν, δε θα μου χάριζαν
το χαμόγελό τους και τη ζεστασιά της
γειτονίας τους, κι ας ήταν συγγενείς
της κυρίας Ελένης.
Η
κυρία Μαρία έμενε στην άλλη γωνία. Η
απόσταση από τα μπαλκόνια μας πολύ
μεγαλύτερη. Ανάμεσά μας ένας πεζόδρομος
με παρτέρια και ψηλά δέντρα – μια μικρή
όαση στο κέντρο της πόλης μας. Ντυμένη
πάντα στα μαύρα, με βαμμένα καστανά
μαλλιά, καλοχτενισμένα, παραδοσιακή
νοικοκυρά. Κουβέντα και ματιά δεν
ανταλλάξαμε ποτέ. Αυτό που μου τράβηξε
την προσοχή σχεδόν από τις πρώτες μέρες
ήταν η αγάπη της για τα περιστέρια. Τα
περιστέρια του κέντρου είναι η καθημερινή
μας συντροφιά. Λίγο θάρρος να τα δώσεις,
μια εσοχή ή τρύπα να βρουν, πάει δεν το
κουνάνε από κει. Εισβάλλουν σε φωταγωγούς,
μπαίνουν από φεγγίτες διαμερισμάτων,
εγκαθίστανται σαν νοικοκύρηδες στο
πατάρι του λουτρού και κάνουν φωλιές
και αυγά. Ακούς ένα βράδυ κάτι να κρώζει
πάνω από το κεφάλι σου, ένα «γλου-γλου»,
και δεν ξέρεις τι είναι. Άλλες φορές
κάθονται στα κάγκελα του μπαλκονιού,
ανακατεύουν τις γλάστρες σου ψάχνοντας
για σποράκια κι αφήνουν τις «σφραγίδες»
τους στα μάρμαρα που είναι σχεδόν
ανεξίτηλες. Παλιά CD,
λουρίδες από αλουμινόχαρτα επιστρατεύονται
στα μπαλκόνια για να φοβίσουν τα
πετούμενα, αλλά αυτά δεν χαμπαριάζουν
από τέτοια. Ε! λοιπόν η κυρία Μαρία όχι
μόνο δεν τα έδιωχνε αλλά τα τάιζε κιόλας.
Έβγαινε από την μπαλκονόπορτα της
κουζίνας, πάντα φορώντας μια ποδιά στη
μέση της, και σκόρπιζε ψίχουλα ή
υπολείμματα της μαγειρικής της στο
φιλόξενο μπαλκόνι της. Τα περιστέρια
είχαν εκπαιδευτεί. Μόλις έβλεπαν την
κυρία Μαρία να ανοίγει την πόρτα, άφηναν
τα κλαδιά των δέντρων και βουουρ! Γέμιζαν
το μπαλκόνι της, κι αυτή τα καλωσόριζε
θαρρείς και τα χάζευε γεμάτη ικανοποίηση
που τιμούσαν το φαγητό της. Μετά καθάριζε
με τις ώρες τις «σφραγίδες» τους, μέχρι
το επόμενο συσσίτιο. Ώσπου μια μέρα
σταμάτησε να τα ταΐζει, και δεν ήταν
μόνο αυτό. Άρχιζε να τα διώχνει με το
σκουπόξυλο, φωνάζοντας συγχρόνως: «Ξουτ!
Ξουτ!». «Διαμαρτυρήθηκαν οι γείτονες
ότι μαζεύει τα περιστέρια και γεμίζουν
κουτσουλιές τα μπαλκόνια τους», έμαθα
από μια συγγενή της. Δεν λυπήθηκα τόσο
τα περιστέρια που έχασαν το κολατσιό
τους όσο την κυρία Μαρία που αναγκαζόταν
να διώχνει του φίλους της. Η κυρία Μαρία
ήταν τυχερή, γιατί η κόρη της έμενε στο
διπλανό διαμέρισμα. Τις καμάρωνα και
τις δύο να απολαμβάνουν το καφεδάκι
τους στο μπαλκόνι της κόρης συνήθως,
κυρίως τις Κυριακές όταν επέστρεφε η
κυρία Μαρία από την εκκλησία της
Υπαπαντής, όπου πήγαινε ανελλιπώς.
Πολλές φορές άπλωνε μπουγάδα με αντρικά
ρούχα κι έβλεπα κι ένα νεαρό άντρα να
κυκλοφορεί στο διαμέρισμα. Αργότερα
έμαθα πως ήταν ο εγγονός της από το γιο της μάλλον. Και ύστερα, λίγο μετά το χαμό
της κυρίας Ελένης, ο νεαρός εξαφανίστηκε
και σταμάτησα να βλέπω και την ίδια στο
μπαλκόνι της. «Έπαθε εγκεφαλικό. Την
παίδεψε ο εγγονός της», μου είπαν.
Μια, δυο, τρεις ξένες γυναίκες πήραν τη
θέση της κυρίας Μαρίας στο νοικοκυριό
της και στο μπαλκόνι της. Άνοιγαν τις
μεταλλικές ντουλάπες της, άπλωναν τις
μπουγάδες της, κυρίως με νυχτικά και
σεντόνια, μαγείρευαν στην κουζίνα της,
έπιναν καφέ με την κόρη της και με δικές
τους πατριώτισσες, μιλούσαν με τις ώρες
από το κινητό στη γλώσσα τους. Δεν την
ξανάδα. Μπορούσα μόνο να μαντέψω την
παρουσία της από τις γαλάζιες αντανακλάσεις
της τηλεόρασης στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας
της. Όταν σταμάτησαν τα σούρτα - φέρτα
της τελευταίας γυναίκας, όταν έσβησε η
λάμψη της τηλεόρασης, και όταν μια
αναπηρική πολυθρόνα εγκαταστάθηκε για
μέρες στο μπαλκόνι, ένιωσα ένα μούδιασμα
στο πρόσωπό μου. Πάει μας άφησε και η
κυρία Μαρία! Θαρρείς άφησε ορφανή και
τη γειτονιά, μαζί με τα περιστέρια της.
Μετά από ένα χρόνο, εμφανίστηκε στο
μπαλκόνι ο γιος της που κληρονόμησε το
διαμέρισμα. Μετακίνησε την αναπηρική
πολυθρόνα, άνοιξε ντουλάπες, έβγαζε κι
έβγαζε κατσαρολικά, σακούλες, σκούπες,
εργαλεία, ολόκληρο νοικοκυριό.
Περιεργαζόταν, ταξινομούσε, μετέφερε
μέσα, άφηνε κάτω στο μπαλκόνι, σε μια
πρώτη προσπάθεια να γνωρίσει, να
ξεδιαλύνει, να απαλλαγεί από το νοικοκυριό
της. Δεν ξαναφάνηκε από τότε. Και το
μπαλκόνι με την πολυθρόνα χάσκει ακόμα
άδειο κι έρημο.
Η
κυρία χωρίς όνομα, γιατί ποτέ δεν το
έμαθα, ζούσε στη διπλανή πολυκατοικία
της κυρίας Μαρίας, ένα μπαλκόνι χώριζε
τα διαμερίσματά τους. Ήταν σαν να βγήκε
από μία άλλη εποχή, σαν αερικό. Την είδα
για πρώτη φορά να κάθεται σε μια πολυθρόνα
μεταλλική με περίτεχνα σχέδια, μέρος
από ένα ολόκληρο σαλονάκι μπαλκονιού,
και να διαβάζει σκυμμένη πάνω από ένα
βιβλίο. Σχεδόν άσπρα μαλλιά, μακριά ίσα
που να αγγίζουν τους ώμους της, σπαστά
και ελαφρώς ατημέλητα, ντελικάτη
σιλουέτα, ντυμένη σχεδόν πάντα με
νυχτικιές ή πιτζάμες και μια ρόμπα.
Ελάχιστες φορές εμφανιζόταν φορώντας
φόρμα, και μου έδινε την εντύπωση ότι
εδώ και καιρό είχε πάψει να κυκλοφορεί
έξω. Με ένα αέρα που παρέπεμπε σε ένα
πλάσμα που αρνιόταν να εγκαταλείψει τη
νεότητά του, με μια ρομαντική ομορφιά
που άφησε έντονα τα ίχνη της, η νεράιδα
του βιβλίου. Μετά από καιρό η συνήθεια
να διαβάζει στο μπαλκόνι της, σταμάτησε.
Άρχισε τότε καθημερινά να παρατηρεί
την κίνηση στον πεζόδρομο, κρεμασμένη
σχεδόν από τα σιδερένια κάγκελα. Και
είχε τόσα να δει, κόσμος να πηγαινοέρχεται,
φοιτητές να απολαμβάνουν το καφεδάκι
τους στα καφέ μιλώντας και γελώντας
δυνατά, την κίνηση στα μαγαζιά, τους
σκύλους που μια χαρά ξελάφρωναν στο
χώμα ανάμεσα στα δέντρα και τα παρτέρια
υπό την στενή παρακολούθηση των αφεντικών
τους, καμία πορεία να περνάει, άντε και
καμία λιτανεία με αφορμή την γιορτή
κάποιας από τις πολλές εκκλησίες που
μας περιβάλλουν.
Κάποτε,
μια μαγική στιγμή, σήκωσε τα μάτια της
και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Της
χαμογέλασα όσο πιο πλατιά μπορούσα. Με
κοίταξε αλαφιασμένη. Ένας άνθρωπος
απέναντί της! Τι στο καλό, δεν είναι μόνη
της; Συνέχισα για μέρες να της χαμογελώ,
κι αυτή όλο και πιο συχνά σήκωνε το
βλέμμα της στο μπαλκόνι μου. Καμιά φορά,
γύριζε αμέσως στο τζάμι της μπαλκονόπορτας
και διόρθωνε τα ατημέλητα μαλλιά της,
σημάδι μιας παλιάς κοκεταρίας που την
είχε ξεχάσει. Μια μέρα την καλημέρισα,
κάτι μουρμούρισε. Από τότε κάθε φορά
που τα βλέμματά μας συναντιόταν, σχεδόν
καθημερινά, τη χαιρετούσα κουνώντας το
χέρι μου και προσπαθούσα όλο και κάτι
να της πω, να της φωνάξω μάλλον, λόγω της
απόστασης και του θορύβου από τα καφέ
που έφτανε μέχρι επάνω. Όσο μπορούσε να
με ακούσει. Κι αυτή όλο και κάτι έλεγε,
όλο και μου χαμογελούσε. Ο τρόπος της,
η εμφάνισή της με έκαναν να την συμπαθήσω
πολύ. Έβλεπα φωτισμένο το σαλόνι της
και τη βιβλιοθήκη με βιβλία. Προσπαθούσα
να φανταστώ τη ζωή της. Ποιος ξέρει πώς
έζησε, πόσοι την αγάπησαν, πόσο μόνη την
άφησαν, χωρίς φίλους, συγγενείς, παιδιά.
Η φίλη μου! Έτσι την αποκαλούσα μέσα
μου. Μια μέρα, κρύο βαρύ έξω, βγήκε στο
μπαλκόνι της, αυτή τη φορά ήταν εντελώς
γυμνή από τη μέση και κάτω. Τρόμαξα! Θεέ
μου! Το μυαλό της! Τι θα γίνει; Ποιος θα
την προσέξει; Μετά κλείστηκε μέσα και
δεν ξαναβγήκε. Σε λίγες μέρες εμφανίστηκε
μια νέα κοπέλα με μακριά αλογοουρά,
δυνατό σκαρί, και άρχισε να βγάζει
νυχτικιές, σεντόνια, μαξιλάρια. Τα άφησε
πάνω στις πολυθρόνες να αεριστούν. Για
μήνες περίμενα να ξαναδώ τη φίλη μου,
έβλεπα όμως μόνο την κοπέλα να απλώνει
πάνω στην απλώστρα που εγκαταστάθηκε
στο μπαλκόνι της, να αερίζει κλινοσκεπάσματα,
να μπαινοβγαίνει. Και ύστερα… τίποτε.
Τώρα πια με κοιτάει η απλώστρα μισανοιγμένη
και άδεια, αποτέλεσμα της «βάρβαρης»
εισβολής στον παραμυθένιο κόσμο της,
παρέα με τις δύο πολυθρόνες με τα
περίτεχνα σχέδια και το τραπεζάκι με
το κρύσταλλο, απομεινάρια της αστικής
ζωής της. Το παντζούρι του υπνοδωματίου
της οριστικά κλειστό και οι κουρτίνες
του σαλονιού της τραβηγμένες, κρύβουν
το μυστικό της. Τι απέγινε η μοναχική
νεράιδα του μπαλκονιού;
Βλέποντας
καθημερινά τα σπίτια που κάποτε
κατοικούσαν αυτές οι τρεις ηλικιωμένες
γειτόνισσες, φέρνω στο νου μου μιαν άλλη
γιαγιά του κέντρου, που έζησε πολλά-πολλά
χρόνια μόνη της επειδή οι κόρες της
έκαναν οικογένεια μακριά της και την
εγκατέλειψαν, τις απεγνωσμένες προσπάθειες
να σταθεί ζωντανή, τις παρατεταμένες
συζητήσεις της με τη φαρμακοποιό («είναι
πολύ καλό κορίτσι»), την ταμία του
σούπερ μάρκετ («την γνωρίζω είναι πολύ
ευγενική»), τις υπαλλήλους της τράπεζας,
τους συγκατοίκους της πολυκατοικίας
της. «Να πούμε ένα τραγούδι;», έλεγε
στη γειτόνισσα του διπλανού μπαλκονιού.
Τις επισκέψεις της στην αγορά της
Τσιμισκή και της Ερμού, στο Καπάνι, τις
βόλτες της στην παραλία και τις πρόσκαιρες
γνωριμίες και κουβέντες στα παγκάκια,
τις λειτουργίες στον Άγιο Αντώνιο: «εκεί
πηγαίνει πολύ πιστός κόσμος, η ατμόσφαιρα
είναι πολύ κατανυκτική». Με πόση
λαχτάρα περίμενε τις γιορτές και τις
διακοπές να γεμίσει το σπίτι κόσμο, να
τους μαγειρέψει, να τους περιποιηθεί,
να χαρεί, να γελάσει, να ζεσταθεί η
ψυχούλα της. Κι όταν μετά από πολύ καιρό
ξανάσμιξε πια με τα παιδιά της, ήταν
δυστυχώς αργά. Δεν μπορούσε να τα
αναγνωρίσει…
No comments:
Post a Comment