Monday 27 November 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Ο κύριος Οικονόμου


Της Ελένης Δημητριάδου


     Ψηλός, εύσωμος, ελαφρά κυρτωμένος, βλοσυρός, με πλατύ μέτωπο, γαμψή μύτη, και μια κρεατοελιά. Το αντίπαλο δέος της κυρίας Γιόλας. Μπήκε στην τάξη μας μόλις φύγαμε από τη «στοργική» της αγκαλιά και γέμισε με τη φυσική του παρουσία και το ταπεραμέντο του το χώρο. Μας άντεξε για δύο συνεχόμενες χρονιές, την Τετάρτη και Πέμπτη του 1ου Δημοτικού Σχολείου Βέροιας.

     Από την αρχή κατάλαβα ότι όχι μόνο δε θα με είχε στα όπα-όπα όπως η κυρία Γιόλα, αλλά αντίθετα ότι καθόλου καλά δεν θα τα πηγαίναμε οι δυο μας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ανακαλύπτω ότι είναι συμπατριώτης της μαμάς. Από τον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής αυτός, από τον Πολύγυρο η μαμά. Που σημαίνει: «Πρόσεχε μικρή, σε έχω υπό στενή παρακολούθηση. Αλίμονο σου αν δω κάτι που δε μου αρέσει». Εγώ έτσι τουλάχιστον εξέλαβα αυτή τη σχέση με την οικογένειά μου. Η δαμόκλειος σπάθη που κρεμόταν καθ’ εκάστην πάνω από το εφησυχασμένο μέχρι τότε κεφαλάκι μου.

     Βέβαια είναι γεγονός πως όταν «ελευθερώθηκα» από το άγρυπνο και γεμάτο εμμονική συμπάθεια και εύνοια βλέμμα της κυρίας Γιόλας, χαλάρωσα η φουκαριάρα και είπα να βγάλω το σκανταλιάρικο εαυτό μου. Τι πειράγματα στα άλλα παιδιά, τι χαζόγελα μέσα στην τάξη, τι «εξυπνάδες» αμολούσα ήταν άλλο πράγμα. Ασυγκράτητη σου λέω. Ουφ! Φτου ξελευτεριά! Ετούτος εδώ δε φαίνεται να με συμπαθεί ιδιαίτερα, οπότε μάλλον θα με αφήσει στην ησυχία μου να κάνω κι εγώ τις σκανταλιές που στερήθηκα ένα χρόνο πριν, εγκλωβισμένη στο ρόλο του καλού κοριτσιού. Δηλαδή τι σκανταλιές; Μικρο-πταίσματα μπροστά σ’ αυτά που έκαναν άλλοι, και κυρίως τ’ αγόρια.


     Να για παράδειγμα, με νευρίαζε καμιά φορά το ζευγαράκι μου στο θρανίο, που με το έτσι θέλω μου την επέβαλε ο κύριος, την καημένη την Κική Λ.. Ό,τι ήμουν εγώ, το αντίθετο αυτή. Ψηλή και ανεπτυγμένη για την ηλικία μου εγώ, κοντούλα, αδυνατούλα, με ίσια μαύρα μαλλιά και μια φράντζα να κρύβει το προσωπάκι της εκείνη. Σπασίκλας εγώ στα μαθήματα, μέτρια εκείνη. Και της έδειχνα αυτή μου την ενόχληση από ότι φαίνεται … με στραβοκοιτάγματα, με απαξιωτικά σχόλια, ποιος ξέρει τι τράβηξε το μικρό μαζί μου. Και επειδή φαίνονταν ήσυχη – σιγανοπαπαδιά τη θεωρούσα εγώ μάλλον - άλλο τόσο με νευρίαζε και αντιδρούσα σα θηρίο στο κλουβί. Δηλαδή αυτή η ήσυχη κι εγώ η άτακτη! Αδικία σας λέω. Μια μόνο φορά νόμισα ότι δικαιώθηκα για την αποτυχημένη επιλογή του κυρίου, όταν η φουκαριάρα έσκυβε συνέχεια κάτω από το θρανίο, ψάχνοντας ποιος ξέρει τι, και αγνοώντας επιδεικτικά τον κύριο. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. «Βρε το ζώον τη Λ.!», άρχισε να κράζει ο κύριος βγάζοντας φωτιές από τα μάτια του. Πόσο το χάρηκα δε λέγεται. Το είπα το μεσημέρι στη μαμά, αυτή το είπε στην κυρία Βούλα, αυτή με τη σειρά της στην κόρη της τη Ρούλα που πήγαινε Γυμνάσιο, και γενικά έκανε το γύρο στα φιλικά μας σπίτια και έγινε το σλόγκαν της παρέας.

     Αλλά δεν ξεμπέρδεψα έτσι εύκολα με τη συγκεκριμένη, γιατί τελικά γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, όπως μας λένε οι μεγάλοι. Είναι καλοκαίρι, τελειώνουν τα σχολεία, τι ωραία τι καλά, όλη η οικογένεια στο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη να αμοληθούμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Και πώς τυχαίνει να συναντήσουμε τον κύριο Οικονόμου στο Σταθμό. Χαρές, «καλέ τι κάνετε;», «που πάτε;», «στην πατρίδα;». «Πώς τα πήγατε φέτος με τη Λένα;», περνάει στο παρασύνθημα η μαμά, που όλη τη χρονιά απαξιούσε να έρθει στο σχολείο να μάθει κάτι για το παιδί της, της έφταναν οι βαθμοί και οι επιδόσεις μου και ο έλεγχος που καθημερινά μου έκανε. Τι ήταν να ξεστομίσει αυτή τη φαρμακερή ερώτηση; «Από μαθήτρια εξαιρετική δεν έχω τίποτε να πω. Αλλά από ζωηράδα!! Όλη τη χρονιά μου έψησε το ψάρι στα χείλη – που λένε – να της φωνάζω ‘Μη Λένα, μη Λένα, κάτσε φρόνιμα΄». Και συνεχίζει ακάθεκτος, κατακρημνίζοντας με στα τάρταρα: «Εκείνο το καημένο το ζευγαράκι της, το έχει σκάσει να το πειράζει, δεν το άφησε σε ησυχία». Να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Γιατί καλέ τα λέτε αυτά; Δεν ήταν μεταξύ μας στην τάξη; Είναι ανάγκη να τα βγάζετε παραπέρα; Οι γονείς μου τον άκουγαν εμβρόντητοι. Η Λένα; Το καλό τους, το μικρό κορίτσι; Το υπάκουο; Η άριστη μαθήτρια; Τα ύστερα του κόσμου! Μεγάλη ζημιά μου έκανε αυτός ο κύριος ο μαρτυριάρης. Από τότε άλλαξε η στάση τους, κι εκεί που με κανακεύανε, και όλο δίκιο μου δίνανε απέναντι στην αδελφή μου, μου κόλλησαν τη ρετσινιά της ζαβολιάρας. «Ο δάσκαλός της μας άνοιξε τα μάτια», έλεγε η μαμά μου στους φίλους και συγγενείς. «Μέχρι τώρα δίναμε το άδικο στη Φιφή» (την αδελφή μου τη μεγάλη, που μου έκανε το βίο αβίωτο, αλλά άντε να με ξαναπιστέψουν). Τελικά ο κύριος, και μαζί του χωρίς να το ξέρει και η Κική, πήραν την εκδίκησή τους, κι εγώ το μάθημά μου, ότι δηλαδή όλα εδώ πληρώνονται και ότι επί πλέον καλά θα κάνω να συμμαζευτώ λιγάκι.


(Στην αίθουσα της Ε΄ Δημοτικού, οι μαθήτριες με τον κύριο Οικονόμου. Εγώ στην τελευταία σειρά έκτη από αριστερά με το μαλλί θάμνο.)

     Άλλες φορές πάλι πείραζα τα αγόρια που στεκόταν όρθια για τιμωρία στον τοίχο, σε ένα συγκεκριμένο σημείο, που κατά σύμπτωση ήταν δίπλα στο θρανίο μου. Πολύ με διασκέδαζε που τα έβλεπα να κάθονται εκεί επάνω κακοδιάθετα, αμήχανα, ντροπιασμένα και αδύναμα. Τα πείραζα με ειρωνικά σχόλια και γελάκια, και καμιά φορά, έτσι χωρίς να το θέλω, το πόδι μου εκτοξευόταν και τους κατάφερνα και καμία κλωτσιά στο καλάμι. Το διασκέδαζα μάλλον, γιατί φαίνεται έπληττα λίγο στο μάθημα. Μέχρι που κάποτε ο Ναούμ, που πολύ μου άρεσε τότε, μου πέταξε ενοχλημένος: «Κάτσε ήσυχα χοντρή!». Αμάν Παναγιά μου, ακούς να με αποκαλέσει έτσι! Και τι του κόφτει αυτουνού αν είμαι λίγο στρουμπουλή: Δε μου φτάνουνε δηλαδή τα πειράγματα της αδελφής μου στο σπίτι; Α! πα πα πα! Την έκοψα με το μαχαίρι τη συνήθεια αυτή, ορκίστηκα ότι δεν ξαναπειράζω αγόρια, και πήρα την απόφαση ότι αυτό το είδος είναι ό,τι πιο σκάρτο έπλασε ο Θεός. Μακριά Λένα μου, μακριά από αυτά τα αχάριστα, τα αγενή πλάσματα!


(Στην αίθουσα της Ε΄ Δημοτικού, οι μαθητές με τον κύριο Οικονόμου - Αρχείο Παντελή Γουλάρα)

     Αυτού του είδους η τιμωρία ήταν πολύ συνηθισμένη για τον κύριο Οικονόμου, και αν εξαιρέσουμε το αίσθημα της ταλαιπωρίας λόγω ορθοστασίας και της ταπείνωσης, ήταν η πιο ελαστική. Γιατί ο κύριος πολύ εύκολο το είχε το ξύλο. Εκτός από το τράβηγμα του αυτιού, όπου ήταν μαέστρος, γιατί το έστριβε κιόλας για να επιτείνει το μαρτύριο των μικρών παραβατών, χρησιμοποιούσε με τέχνη και τη βέργα, και καμία φορά και το παπούτσι. Τι; Δεν το πιστεύετε; Και όμως. Να, θυμάμαι ένα ταλαίπωρο συμμαθητή μας, κοντούλη και κακοφτιαγμένο, με ξυρισμένο μαλλί και μια φούντα στο τεράστιο κεφαλάκι του, τελευταίο μαθητή. Κρυφογελούσα όταν τον άκουγα με εκείνη την χαρακτηριστική του ένρινη φωνή να κάνει μια μεγάλη εισαγωγή στο μάθημα: «Σήμερα έχουμε μάθημα Φυσική Ιστορία για τη γάτα», και μετά να κολλάει. Το φουκαριάρικο, ποιος ξέρει πόσο μακριά δούλευαν οι ξενιτεμένοι του γονείς, με ποιους μεγάλωνε, τι φτώχια τραβούσε. Και αυτός ο κύριος να μην έχει καθόλου υπομονή μαζί του. Σου λέει: «Δε διάβασες; Να τι θα πάθεις, για να μελετάς από δω και πέρα». Και τον αρχίζει στο ξύλο και όσο πιο πολύ τον δέρνει τόσο πιο πολύ εξοργίζεται. Και τον βάζει κάτω και τον πατάει. Φτάνει πια, πόσο θα τον πατήσεις ακόμη; Σφίγγεται η καρδούλα μου. Δεν αντέχω το θέαμα. Ποιος θα το υπερασπιστεί το παιδί αυτό; Σε ποιον θα πει τον πόνο του; Και όλα αυτά γιατί μάλλον δεν καταλάβαινε τα μαθήματα, πιθανότατα γιατί είχε και μαθησιακές δυσκολίες το πουλάκι μου. Άλλη μια φορά, επέβαλε μια ιδιαίτερη τιμωρία προς παραδειγματισμό σε ένα συμμαθητή μας που κάποιος τον κατήγγειλε για μια μικροκλοπή. Τον σήκωσε μπροστά από την έδρα, ζήτησε επιτακτικά να σηκωθούμε όλοι όρθιοι στα θρανία μας, να τον κοιτάξουμε και να τον φτύσουμε. Φοβερή και τρομερή τη τιμωρία αυτή. Ένοιωσα ότι μαζί με τον συμμαθητή μας εξευτέλισε κι εμάς.

     Βέβαια μη νομίζετε ότι κι εγώ απέφυγα την τιμωρία της ορθοστασίας, τουλάχιστον μια φορά ξεροστάλιασα όρθια ακριβώς δίπλα στο θρανίο μου, χωρίς να τολμώ να καθίσω. Αμ το ξύλο που έτρωγα, με τη βίτσα στις παλάμες, να κοκκινίζουν και να πονάνε. Και το αυτί μου; Καλέ μη το τραβάτε έτσι και μου το στρίβετε, άρχισε να σχίζεται και με πονάει και τσούζει. Πάλι με μένα τα βάλατε; Γιατί τα άλλα κορίτσια δεν τα χτυπάτε; Αυτά δεν τα είπατε στη μαμά μου τότε στο Σταθμό. Και μεταξύ μας, κι εγώ δεν τολμούσα μέχρι την φοβερή αποκάλυψη να ομολογήσω στο σπίτι τις τιμωρίες μου. Είναι σίγουρο ότι το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο; Πρέπει εκτός από ζωηρή, να ήμουν και πολύ αφελής, και δεν μπορούσα να καλυφτώ με τίποτε. Βλέπετε άμαθη στις ζαβολιές, εύκολος στόχος για τη βίτσα. Το ξέρετε το τραγούδι που ακούγεται στο ραδιόφωνο, και πάει κάπως έτσι: «Πόσο ξύλο έφαγες και μυαλό δεν έβαλες», φαίνεται ότι για μένα έχει βγει. Έτσι κι εγώ, τις έτρωγα και αμέσως προχωρούσα ακάθεκτη για την επόμενη φασαρία.

     Άλλη μια φορά την έκανα την πατάτα μου όταν ξαναήρθε ο Επιθεωρητής. Αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένη να δείξω τον καλύτερό μου εαυτό. Δεν την ξαναπατάω εγώ όπως πέρυσι, στην κυρία Γιόλα, που αμόλησα την κοτσάνα ότι δηλαδή το καλοκαίρι ήταν για μένα η καλύτερη εποχή γιατί κλείνουν τα σχολεία, και την έκανα ρεζίλι τη γυναίκα. Τώρα θα δείξω την αξία μου. Ο κύριος Οικονόμου πήγε στο τέλος της απέραντης αίθουσας, στάθηκε όρθιος και παρακολουθούσε ανέκφραστος τον Επιθεωρητή να μας ρωτάει διάφορα πράγματα κι εμάς να απαντάμε. Χαμός από χέρια να σηκώνονται, κι εγώ να το σηκώνω πιο ψηλά. Να! Τώρα θα με ρωτήσει, θα τα πω τέλεια και θα ξεπλύνω την περσινή μου ντροπή. Τις ξέρω τις απαντήσεις μια χαρά… αλλά… καλού κακού ας βεβαιωθώ! Ποιον να ρωτήσω εκείνη τη στιγμή; Χα! τον κύριό μας, ποιον άλλο καλέ; Και σίγουρα θα απαντήσει, γιατί τον συμφέρει κι αυτόν εξάλλου, να φανεί πόσο καλοί είναι οι μαθητές του. Αλλά κι αυτός πήγε και στάθηκε στην άλλη άκρη … τι να κάνω; Το βρήκα! Μέχρι ο Επιθεωρητής να επιλέξει κάποιο παιδί, κοίταξα επίμονα το δάσκαλό μου ανάμεσα στα σηκωμένα σα σπαθιά χέρια και ανοιγοκλείνοντας έντονα τα χείλη μου, του ψιθύρισα χωρίς να ακουστώ … την απάντηση, ενώ παράλληλα του έκανα νοήματα ζητώντας να μου επιβεβαιώσει την ορθότητά της. Ο κύριος με κοίταξε ατάραχος, στωικά, ποιος ξέρει τι καντήλια κατέβαζε εκείνη την ώρα μέσα του γι’ αυτό το αλλοπαρμένο, το ζαβό. Το τι απογοήτευση ένοιωσα που δεν ανταποκρίθηκε στα νεύματά μου, δε λέγεται. Τελικά ο Επιθεωρητής επέλεξε κάποιο άλλο παιδί να απαντήσει, κι εγώ πήρα ένα μεγάλο μάθημα περί αξιοπρέπειας, που δεν το ξέχασα σε όλη μου τη ζωή.

     Μια μέρα, Πρωταπριλιά ήταν, μόλις μπαίνει ο κύριος σοβαρός σοβαρός στην τάξη, «Κύριε, κρέμεται το κομπινεζόν σας», του λέει με ένα τεράστιο χαμόγελο η Μαριάνθη. Η καλή μου η Μαριάνθη, το πιο γλυκό και ήσυχο πλάσμα, πώς ξεστόμισε τέτοια κουβέντα; Την κοίταξε αλαφιασμένος, σήκωσε το φρύδι, είπα μέσα μου: «Πάει θα την κατραπακιάσει τώρα, δεν τη γλυτώνει η Μαριάνθη», και ίσως θα ήταν και η πρώτη φορά που θα δοκίμαζε την παλάμη του, αλλά αυτός με χαμηλή και συγκρατημένη φωνή ψέλλισε: «Είπαμε ότι αυτή η μέρα προσφέρεται για μικρές αθώες φάρσες, αλλά αυτό ξεπερνάει τα όρια» ή κάτι τέτοιο, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί πόσο άτοπο ήταν και πόσο άβολα αισθάνθηκε. Βέβαια, το όλο περιστατικό ήταν πολύ διασκεδαστικό κι εγώ προσωπικά το απόλαυσα τόσο πολύ, που έγινε η αγαπημένη μου διήγηση για πολύ καιρό σε συγγενείς και φίλους.

     Από όλα τα παιδιά στην τάξη, μου φαινόταν ότι μόνο στη Νανά έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια, γιατί ήταν γείτονες. Αφού να φανταστείτε όταν μας κάλεσε μια φορά που γιόρταζε στο σπίτι της, μας έδειχνε το σπίτι του δασκάλου μας, δίπλα, κολλητά. Φόβος και τρόμος εγώ μη τύχει και βγει έξω και τον δω! Ηρωίδα φάνταξε στα μάτια μου η συμμαθήτριά μου που έπαιρνε καθημερινές δόσεις του φοβερού μας κυρίου. Μάλιστα όταν κάποτε δεν παρευρεθήκαμε όλοι σε ένα εκκλησιασμό με αφορμή κάποια γιορτή, μας έφερε την οικογένεια της ως παράδειγμα: «Η οικογένεια της Νανάς θα πήγαινε εκδρομή, αλλά ήρθαν πρώτα στην εκκλησία και μετά έφυγαν». Πολύ στεναχωρήθηκα γιατί και η δική μου οικογένεια δεν έπραξε αναλόγως, να πάρω κι εγώ η ταλαίπωρη τα εύσημα από το δάσκαλο, αλλά ο δικός μου μπαμπάς δε χαμπάριαζε από τέτοια. Βλέπετε δεν πολυπήγαινε στην εκκλησία, άσε που τις Κυριακές είχαμε ένα σωρό πράγματα να κάνουμε. Βόλτες και εκδρομές στη Θεσσαλονίκη, την Έδεσσα, τη Νάουσα, άντε και μέχρι το «Κτήμα» της Γεωργικής Υπηρεσίας με φίλους και συναδέλφους.

     Ο κύριος Οικονόμου, ο φόβος και τρόμος μας, είχε το αδύνατο σημείο του, το γιο του. Μαθητής Γυμνασίου αυτός, στο ίδιο κτήριο. Ένα ψηλό, όμορφο παλικάρι, με ένα πουλόβερ ριγμένο στους ώμους του. Ερχόταν συχνά πυκνά να συναντήσει τον πατέρα του στη διάρκεια του μαθήματος, άνοιγε διάπλατα την πόρτα, με αυτή την οικειότητα της στενής συγγένειας, με ύφος συνήθως αναστατωμένο και προβληματισμένο. «Μπαμπά…», άρχιζε και μετά πιο χαμηλόφωνα, εξιστορούσε όσα τον απασχολούσαν. Και τότε, αυτός ο φοβερός και τρομερός κύριος, μαλάκωνε, γινόταν πιο ανθρώπινος, έσκυβε το κεφάλι του από την έδρα του να ακούσει με μεγάλη προσοχή και σοβαρότητα τα παράπονα του γιου του, του ψιθύριζε κάνα δυο κουβέντες παρηγορητικές ή ενθαρρυντικές και τότε ξελαφρωμένο το παλληκάρι έφευγε ήρεμο και αναθαρρημένο από την αίθουσα.

Από τα μαθήματα του κυρίου Οικονόμου δε μου έμειναν πολλά πράγματα. Πρέπει να είχε όμως το ταλέντο να κάνει το μάθημα ζωηρό και ενδιαφέρον. Για παράδειγμα στην ιστορία, μας έκανε με τον τρόπο του να νιώθουμε σαν να ζούμε εμείς τα γεγονότα. Θυμάμαι ότι είχαμε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: σε Αθηναίους και Σπαρτιάτες. Εγώ, όπως και πολλά κορίτσια, ήμουν με τους Αθηναίους. Ξέρετε, πιο κομψοί, ωραίοι, πολιτισμένοι, όχι άξεστοι και πολεμοχαρείς σαν τους Σπαρτιάτες. Φαίνεται όμως ότι για πολλά αγόρια αυτοί οι Σπαρτιάτες έγιναν ήρωες. Και να μας δεις και να μας καμαρώσεις μέσα στο μάθημα να φωνάζουμε ρυθμικά τα κορίτσια από τη δική μας σειρά θρανίων στην απέναντι των αγοριών: «Α-θη-ναί-οι! Α-θη-ναί-οι!», και αυτοί να μας αντιγυρίζουν πιο έντονα και δυναμικά: «Σπαρ-τι-ά-τες! Σπαρ-τι-ά-τες!». Εκείνος ο Γιάννης μάλιστα να βγάζει κι αφρούς από το στόμα, και να μας κοιτάει τα κορίτσια φωνάζοντας το σύνθημα, τόσο φανατισμένος έδειχνε, αν και, πίσω από την ένταση του προσώπου, το παιγνιδιάρικό του βλέμμα και κάποιο κρυμμένο γελάκι πρόδιδαν πόσο το διασκέδαζε.

     Άλλη έντονη ανάμνηση, από τη γεωγραφία αυτή τη φορά είχε να κάνει με τα προϊόντα χωρών της Ανατολής. Στην τάξη μας υπήρχε μια μεγάλη προθήκη, γεμάτη με περίεργους καρπούς, σκόνες και μπαχαρικά που πρώτη φορά έβλεπα. Από σκούρο καφέ ξύλο, με δύο πόρτες καλυμμένες με γυαλί, ίσα που να μας αφήνουν να τα χαζεύουμε και να μας ταξιδεύουν… Πόσα όνειρα έκανα τότε, να βρεθώ σ’ εκείνα τα μέρη τα εξωτικά, να μυρίσω τις μεθυστικές τους μυρωδιές, να γευτώ τις πικάντικες γεύσεις τους. Κι ο καθένας μας κάτι τις έφερνε από το σπίτι του, ότι μπορούσε, που να θυμίζει Ασία ή Αφρική. Τέλος πάντων μια χαρά μας έβαζε στο κλίμα ο κύριός μας.

     Μια φορά μας ανακοίνωσε ότι θα πάμε εκδρομή στη Θεσσαλονίκη. «Υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν δει ποτέ στη ζωή τους θάλασσα», μας έλεγε, κάτι που εγώ η κακομαθημένη που είχα φάει την παραλία με το κουτάλι δεν μπορούσα να διανοηθώ. Ο καλός μου κύριος, που του έψησα το ψάρι στα χείλη, άφηνε αυτή την εκδρομή - δώρο ως παρακαταθήκη στα παιδιά αυτά. Ο όρος που έθεσε ήταν τα κορίτσια να φορέσουν φορέματα και όχι παντελόνια. Επέτρεψε μόνο σε μια συμμαθήτριά μας να φορέσει ένα σκούρο παντελόνι για λόγους υγείας. Έλα μου όμως που εγώ μόλις είχα αποκτήσει ένα ολοκαίνουργιο κόκκινο τζιν και η εκδρομή στην πατρίδα των παππούδων μου ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το φορέσω. «Εγώ θα το βάλω το παντελόνι, ας λέει ότι θέλει ο κύριος. Τώρα το αγόρασα, τώρα θα το βάλω, αν δεν το βάλω τώρα πότε θα το φορέσω;», έλεγα και ξανάλεγα και τελικά κατάφερα τη μαμά να μου επιτρέψει να το φορέσω. Μόλις με είδε ο κύριος κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. «Τι κατάλαβες; Ξεχωρίζεις σα την μύγα μες στο γάλα», μου λέει. Τον κοίταξα ξινίζοντας τα μούτρα μου. Εγώ μια χαρά νιώθω με το παντελονάκι μου, εσύ κύριε τι πρόβλημα έχεις; Άσε μας κάτω. Μάλλον θέλει να με κάνει να χάσω το κέφι μου. Αμ δε!

     Από την εκδρομή αυτή το μόνο που μου έμεινε είναι ο Λευκός Πύργος και το απέραντο πάρκο γύρω του, από όπου μας παρέλαβε το λεωφορείο. Στο σημείο εκείνο, λίγο πριν αναχωρήσουμε είδαμε ένα περιστατικό, πρωτοφανές για μας: ένας άντρας να τραβοκοπάει μια γυναίκα κι αυτή να φωνάζει. Ένας μικροπωλητής έτρεξε κοντά τους και το περιστατικό έληξε, αλλά εμάς μας είχε φάει η περιέργεια. Ρωτούσαμε ξανά και ξανά τον μικροπωλητή που εν τω μεταξύ μας πλησίασε, κι εκείνος δε μας έλεγε αν δεν αγοράζαμε κάτι και τελικά μας είπε ότι ζήτησε από τον άντρα να αφήσει τη γυναίκα ήσυχη. Και τόσο απλά ησυχάσαμε όλοι μας, αφού πήραμε μια γεύση της άλλης όψης της ζωής μιας μεγάλης πόλης.

     Στην τελευταία χρονιά του Δημοτικού μας πήρε ο κύριος Πανδρεμένος. Αυτός ο κύριος δε θυμάμαι να αγαπούσε το ξύλο και τις τιμωρίες γενικά, εμένα για παράδειγμα δε με άγγιξε με κανένα μαγικό ραβδί. Προτιμούσε όμως να μας προσβάλλει μήπως και μας φέρει στο φιλότιμο. Θυμάμαι, όταν τον σκάζαμε πια από τις φασαρίες μας, να επαναλαμβάνει την αγαπημένη του φράση: «Δεν ντρέπεστε! Αγόρια με μουστάκια και κορίτσια να μη πω με τι!», που αντί να μας συνετίσει, μας έκανε αντίθετα να κρυφογελάμε και να το διασκεδάζουμε.

     Όσο ξύλο και κατσάδες έφαγα από τον κύριο Οικονόμου δεν έφαγα συνολικά από όλες τις δασκάλες και τους δασκάλους μου. Κανένα όμως δεν θυμάμαι με τόσο σεβασμό και τόση αγάπη για το πρόσωπό του, όσο για τον κύριο μας. Ναι, ήταν ένας μοναδικός δάσκαλος. Δεν ήταν μόνο το ταλέντο του στη διδασκαλία. Μου δίδαξε την αξία της αξιοπρέπειας και αυτοσυγκράτησης, με προσγείωνε ανώμαλα όποτε έχανα το μέτρο, με βοήθησε να δω τα ελαττώματα και τα προτερήματά μου. Ένιωσα ότι εμάς τα παιδιά του κατά βάθος μας αγαπούσε και μας νοιαζόταν με τον τρόπο του, κι ας μας καταχέριαζε, άλλωστε εκείνη την εποχή φαίνεται ότι το ξύλο έβγαινε από τον Παράδεισο. Αφιερώνω αυτό το κείμενο στον κύριό μας με αγάπη, και τον ευχαριστώ για τα διδάγματά του.


No comments:

Post a Comment