Thursday, 13 September 2018

Γράμμα από το Αγρίνιο. Δεκαπενταύγουστος 1935


Του Γιώργου Παληγεώργου



(Το χάραγμα πάνω από την πόρτα στο Αρχονταρίκι)

     Τόχανε συνηθίσει όλοι τους. Όλοι τους ήξεραν, πως μόλις έμπει ο Αύγουστος, ο Νίκος* θα σελώσει τη φοράδα και θα φύγει, για την Παναγία, στο Λιγοβίτσι[1]. Τα τελευταία χρόνια, ο Νίκος - πολλά καλλικέλαδος - τόχε ρίξει στην ψαλτική. Μετά που τέλεψε το σκολαρχείο, σπάνια έχανε λειτουργία. Τ’ άρεζε η ψαλτική, τ’ άρεζε νάναι και με κόσμο. Είν’ απαραίτητο νάχουμε αξίες και μ’ αυτές να πορευόμαστε στη ζωή και στον αγώνα μας, έλεε στο μικρό του αδερφό, κάθε τόσο. Αυτό τόχε ακούσει απ’ το σκολάρχη, τόχε χωνέψει κι ο ίδιος.

     Τι κι αν τούλεγαν οι μπαρπάδες του, τ’ αδέρφια του πατέρα του – ο Κώτσος, ο Λίας κι ο Κίτας - για τους παπάδες ένα σωρό κρίματα, άλλα στ’ αλήθεια κι άλλα να τόνε πειράξουν, αυτός εκεί, είχε πάρει το δρόμο του. Ο καθένας ας δώκει το σωστό, με το παράδειγμά του. Η στάση μας είν’ ο καλύτερος τρόπος, να δείχνουμε τις γνώμες και τις αντιγνώμες μας, χωρίς περίσσιες κουβέντες κι ανέξοδες κατηγορές, αποκρίνονταν. Κι οι μπαρπάδες του στο βάθος συφώναγαν κι ας μη τόλεγαν. Τόδειχναν όμως με τον τρόπο που τον υπολόγιζαν.
     Ο Νίκος είχε από φκιασιά του, αυτοσυγκράτηση και σέβας, όχι μονάχα για τους προεστότερους, μα και για τους συνομήλικους και τους μικρότερούς του ακόμα. Μ’ αυτό το σέβας και το καθαρό του μυαλό, είχε κερδίσει την εχτίμηση ολονών. Μόνο η μάνα του, η Γούλαινα, τόνε γκρίνιαζε, γιατί έπαιρνε την ευγένειά του για δειλία. «Θα σου πάρουνε το σακούλι και θα πεις και φχαριστώ», τόνε φώναζε φορές. Κι αυτός, έδειχνε τη διαφωνία του και την κατανόησή του συνάμα, με το χαμόγελο των ματιών του.

(Νίκος Παληγεώργος 1915-1949)

     Φέτο ο Νίκος, έδωνε αλλιώτικη σημασία στη χρονιά. Σκέφτονταν πως του χρόνου, θάναι στρατιώτης κι όλες του τις συνήθειες, θα πρέπει να τις απαρνηθεί. Έτσι ο Δεκαπενταύγουστος στο Λιγοβίτσι, ήταν γι’ αυτόν σημαντικότερο, απ’ το κάθε τι ετούτο το καλοκαίρι. Πήγε κι έψαλε και στον Άι Λια και στην Άι Παρασκευή, μα στην Παναγία, στο μοναστήρι της περιοχής ολόκληρης, θάναι αλλιώς σκέφτονταν. Εκεί, ήξερε πως έρχεται κόσμος απ' όλα τα χωριά, πως είναι το μοναστήρι της περιοχής ολόκληρης.
     Χαιρέτησε τον παππούλη του το Βίλια και τη μάνα του, φίλησε το μικρό του αδερφό το Βασίλη και μ’ ένα σάλτο, βρέθηκε ντιχάλα στη φοράδα και ξεκίνησε για το χωριό. Από ’κει θάπαιρνε την καλή του αλλαξιά, τα παπούτσια του, ταή για τη φοράδα, για όλες τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου και θα διάβαινε στο Λιγοβίτσι. Στο δρόμο σταμάτησε να χαιρετήσει και το Γιάννη, το μεσαίο αδερφό που φύλαε τα γίδια. Τρία αδέρφια ήτανε. Ο πατέρας τους είχε πάει νιος και τάχε αφήκει πολύ μικρά. Μόνο ο Νίκος τόνε θυμόταν, ήτανε εννιά χρονών στη θανή του. Φέτο είχανε λιάστρα στα Ταμπούρια[2]. Εκεί έστησαν και το φρατζάτο, για ίσκιο, για ύπνο και για νοικοκυριό.

(Το Λιγοβίτσι με φόντο τον Πεταλά)

     Είχε πάρει δρόμο ο Νίκος, καβάλα στη φοράδα και στο μυαλό του έφερνε το Λιγοβίτσι, το μοναστήρι, τη λειτουργία, τον κόσμο, τον τόπο, το πέλαγο. Ήθελε, αν ήταν μπορετό, μ’ ένα φτερούϊσμα να φτάσει, να πιάσει τη μεριά του στο κελί, να βοηθήσει στις δουλειές, να ψάλλει. Κι η καρδιά του φτερούϊζε, μα η φοράδα στο δικό της ρυθμό.
     Στιγμές γύριζε ο νους του στη λιάστρα, στο φρατζάτο, στους δικούς του κι έπεφτε συγνεφιά στο πρόσωπό του και στην καρδιά του λύπη. Τους άφηκα μόνους σκέφτονταν! Μα μπρος στην ψαλτική ο Νίκος όλα τάβανε δεύτερα, και φτώχια κι αρφάνια και δουλειές κι ευτύς άπλωνε την ανάσα του, στην αύρα του Λιγοβιτσιού κι έφερνε πάλε χαρά μέσα του και φως στο πρόσωπό του.

(Το μοναστήρι με τον Οζερό)

     Ήτανε για το Νίκο η ψαλτική, κάτι περσσότερο από τέχνη, κάτι τρανύτερο από χάρισμα. Ήταν, λογάριαζε, μαζί με το τραγούδι, νάμα και μεθύσι και συνάμα ανάβλυσμα ευγένειας, απ’ τη λαϊκή ψυχή, όπως τούλεε κάποτε ο σκολάρχης. Ένοιωθε φόντε έψελνε ή τραγούδαε, όλον τον κόσμο σιμά του και χώρος και μίση και διαφορές δεν ύπαρχε, παρά μονάχα για συμπόρεψη, ότι οι άνθρωποι πρώτα έμαθαν να τραγουδάνε κι ύστερα να μιλάνε.
     Έτσι τραγουδιστά έψαχνε το Θεό ο Νίκος και τούρχονταν πως ο Θεός είναι μέσα σ’ εκεινούς που μπορούνε και φκιάνουν μουσικές, ότι οι μουσικές σμίγουνε τη γης, με τα ουράνια και φτάνουνε πέρα στα σύμπαντα, ότι οι μουσικές ανασταίνουν άκοπα και τους πεθαμένους. Δε μπορεί, λογάριαζε, γι’ αυτό έβαλαν τις μουσικές και τα ψαλτήρια μέσα στις εκκλησίες. Κι ανώτερη μουσική είν’ η ανθρώπινη λαλιά. Η ανθρώπινη λαλιά κι άμα ανθεί κι άμα ραΐζει είναι τ’ ανώτερο βιολί.

(Το Λιγοβίτσι με τον Οζερό)

     Όσες φορές ο Νίκος, ήθελε να δείξει την αγάπη του, έπαιρνε ένα τραγούδι. Κι ήταν η αγάπη του κελάηδισμα κι άχαε ένα γύρο κι όλους τους έπαιρνε μαζί. Κι οι μπαρπάδες του, κι απ’ το σόι του πατέρα του κι απ’ το σόι της μάνας του, αυτόν είχανε πρώτο στις τάβλες. Μα και στο μπελόνιασμα και στη λιάστρα, ο Νίκος όλο τραγούδια έπαιρνε. Ακόμα και στ’ όργωμα, ολημερίς ακούονταν κυματιστή η λαλιά του. Και τι τραγούδια! Τόνα καλύτερο απ’ τ’ άλλο. Κι ήξερε ένα στόλο.
     Τώρα ο Νίκος κόντευε να φτάσει στο Λιγοβίτσι. Τήραε τον κάμπο, μακριά ως τον Πεταλά[3] κι ύστερα μπροστά το λόφο, πάνω απ’ το μοναστήρι. Στιγμές σταμάταε η ματιά του, στα παραθύρια των κελιών, να ιιδεί αν είναι ανοιχτά, να καταλάβει αν έφτασαν κι οι άλλοι. Και λιγόστευε η απόσταση κι έβλεπε καλύτερα τώρα. Είιδε και πράματα δεμένα σιμά στην πόρτα, με τους ντορβάδες περασμένους στα κεφάλια τους κι αναθάρρησε πούχανε φτάσει κι εκείνοι.

(Άλλη μια φωτογραφία του μοναστηριού του Λιγοβιτσιού με τη λίμνη του Οζερού)

     Έφτασε κι αυτός. Πέζεψε, έδεσε τη φοράδα και της έβαλε ταή. Με τα σέα του μπήκε στο μοναστήρι, σταυροκοπήθηκε κι άλλαξε καλημέρες κι ευχές με τους άλλους. Βολεύτηκε στο κελί που όρισε ο παπάς.
     Δέκα πέντε μέρες, συλλογιόνταν τώρα ο Νίκος κι έπαιρνε τον εαυτό του τυχερό, σα νάτανε στην αρχή ενός ταξιδιού γιομάτου ομορφιές κι αναγάλλιαζε! Κι οι μέρες κυλούσαν σα νερό. Πότε με το πάστρεμα του μοναστηριού, πότε με τα μερεμετίσματα και τις άλλες δουλειές, πότε με κουβέντα κι ιστορίες, πότε με αναπόληση. Και βέβαια με ψαλμωδίες και διάβασμα.
     Τότε ήτανε που τούταξαν, πως σα γυρίσει με το καλό απ’ το στρατό, ν’ αναλάβει το δεξί ψαλτήρι στον Άι Γιάννη. Και πήρε αυτό το τάξιμο, σαν καλούδι τ’ ουρανού. Το πήρε σαν χειρονομία αναγνώρισης και σαν ευθύνη και βάλθηκε νάναι κάθε στιγμή σωστότερος. Κι έμπαινε στο καθολικό κι άναβε κερί στον πατέρα του και τούρχονταν πως τον άκουε κι εκείνος όση ώρα έψελνε, καθώς οι ζωντανοί. Κι έφερνε στο νου του τη μορφή του κι ένοιωθε να του λέει, «μπράβο παιδί μου». Κι αρμένιζε η σκέψη του στα λίγα χρόνια, που χάρηκε τον πατέρα του. Πήρε ετούτο τον δεκαπενταύγουστο σημαδιακό, σημαδιακή και τη χρονιά. Και βάλθηκε κι αυτός ν’ αφήκει το σημάδι του στο μοναστήρι. Μη μ’ αστοχήσουνε που φεύγω για φαντάρος, σκέφτηκε κι άρχισε να σκαλίζει τ’ όνομά του στην πέτρα, απάνω απ’ την πόρτα στη βορεινή πλευρά των κελιών, όπου τώρα τ' αρχονταρίκι. Τ’ όνομά του κι από κάτω 1935.
     Ξύπναε κι ήταν ακόμα νύχτα, για ν’ απολάψει τις στιγμές, που το σκοτάδι ανάριευε κι ένα γύρο τα μάτια του, άδραχναν τον τόπο που βάφονταν μαβής, καθώς προδίνονταν ο ήλιος πίσω απ’ την Κυραβγένα[4] και ρόδιζε το ουρανοθέμελο, π’ ακούμπαε στην κορφή της.
     Μετά την πρωϊνή λειτουργία, άμα δεν ήτανε δουλειές, περιεργάζονταν το χώρο, τα κελιά, τις σκάλες, τη στέρνα. Ολοένα γιομάτος σκέψεις. Σκέψεις που τούφερναν θαυμασμό και γαλήνη, καμιά φορά και λύπη. Τρικυμία όμως ποτέ! Σκέφτονταν πόσες ιστορίες ξέρουν αυτές οι πέτρες και πόσες μορφές γνώρισαν, κοντά διακόσια χρόνια τώρα, που στέκει εδώ της Παναγίας το μοναστήρι.
     Κάθονταν στα σκαλιά κι έφερνε στο νου του το στρατηγό της Ρούμελης, τον Καραΐσκο[5]. Και συλλογιόντανε πως εδώ λημέριαζε ο ήρωας, εδώ έφιακνε σκέδια, εδώ ξαπόσταινε, εδώ προσεύχονταν. Κι έπιανε τ’ αγκωνάρια ο Νίκος κι έλεε μέσα του, ετούτες τις πέτρες τις άγγιξε ο Καραΐσκος, και τούρχονταν πως πιάνει το χέρι του καπετάνιου! Και λογάριαζε τον ήρωα τρανό, όπως ο Ρήγας κι ο Κοραής κι όπως ο Πατροκοσμάς[6], που λέγαν οι παπάδες.
     Και καταλάβαινε ακόμα ότι, εξόν απ’ τους ήρωες, χρωστάμε πολλά σ’ αυτές τις πέτρες, σ’ αυτές τις ψαλμωδίες, σ’ αυτά τα τραγούδια, που φτάνουνε ως τις μέρες μας, στ’ αφτιά μας. Πως αυτός ο λαός επέζησε, γιατί ήξερε να ψάλλει και να τραγουδάει. Που πάει να πει, πως ήξερε και ξέρει, να υμνεί τη ζωή. Κι οι άνθρωποι ετούτου του τόπου, τραγούδησαν και στους καιρούς, που δεν κάτεχαν γραφή κι ανάγνωση. Κι έχουμε χώρα με πολιτισμό παλιό και με πολιτισμό που καθημερνώς γεννιέται.
     Τ’ απομεσήμερα ο Νίκος, κάθονταν πίσω απ’ την εκκλησία κι αγνάντευε το πέλαγο, τον Οζερό όπως έλεε ο δάσκαλος. Κι έφτανε το μάτι πέρα ως τον Άσπρο[7], τα χωριά και το Βραχώρι[8] – είχε πάει μια φορά. Είχε δει και το τρένο και το ηλεκτρικό των Παπαστραταίων[9]. Κι έψαχνε η ματιά του όλον τον κάμπο, μα πλιότερο εκεί που ήταν ο πόνος του. Στη Χαρβάτη, στη Βρωμερή, στο Σιάδι [10] και στα Ταμπούρια, που ήταν το φρατζάτο και οι δικοί του. Και λογάριαζε τι δουλειά κάνει ο καθένας τους τέτοια ώρα. Κι ήθελε λίγο να βρεθεί σιμά τους, να τους μιλήσει, να τους αγγίξει και να γυρίσει πίσω. Κι έπεφτε συγνεφιά στο πρόσωπό του και στην καρδιά του λύπη. Τους άφηκα μόνους, σκέφτονταν. Μα μπρος στην ψαλτική, ο Νίκος όλα τάβανε δεύτερα. Και φτώχια κι αρφάνια και δουλειές κι ευτύς άπλωνε την ανάσα του στην αύρα του Λιγοβιτσιού κι έφερνε χαρά μέσα του και φως στο πρόσωπό του. Κι ο εσπερινός τον έπαιρνε στο δικό του ταξίδι, ως το βασίλεμα.
     Το δειλινό, ο Νίκος μαγεύονταν και κάθονταν να βλέπει τον ήλιο, να κρύβεται πίσω απ’ τη ράχη του Λιγοβιτσιού και θυμόταν που ρώταε τη μάνα του μικρός. “Μάνα που πάει ήλιος τώρα που κρύβεται;” “Πάει παιδί μου κι αυτός στη μανούλα του”, τούλεε εκείνη… Τότε ακόμα, τον είχε μονάκριβο κι ήλιο της ζωής της.
     Σα βράδιαζε, κάθονταν με το φως του φεγγαριού κι άκουε ιστορίες απ’ τους προεστότερους. Ένα βράδυ, που δεν είχε ύπνο, θυμήθηκε το σκολάρχη του, στον Αστακό. «Νίκο, παιδί μου» του είχε πει, «να τοιμαστείς για παραπέρα. Δεν αρκεί το σκολαρχείο για σένα, το μυαλό σου χωράει περσσότερα». Πού να τολμήσει ο Νίκος, ν’ αναφέρει στη μάνα του, πως έχει απαίτηση για παραπέρα σπουδάματα και γι’ άλλα έξοδα; Μα ο σκολάρχης έστειλε μ’ άλλον τα παινέματα και τις γνώμες του για το Νίκο. Κι η μάνα του έγινε θηρίο. « Αυτά να τα βγάλεις απ’ το νου σου! Κι εσύ κι ο σκολάρχης. Είμαι γυναίκα χήρα και φτωχειά. Νάρθεις να πιάσεις το ζευγάρι, να με βοηθήσεις ν’ αναστήσω και τα άλλα τα δυο. Τα σπουδάματα είναι γι’ αυτούς που δεν ξέρουνε που τάχουνε», ήτανε η αντίδρασή της, μόλις αντάμωσε το Νίκο. Κι εκείνος, έκρυψε βαθιά του εκείνη του την όρεξη, για πλιότερα γράμματα κι έπραξε όπως όριζε η φτώχια κι η θέληση της μάνας του. Κι έβρισκε παρηγόρια στα βιβλία, στην ψαλτική και στο τραγούδι και γαλήνευε.
     Μάζεψαν οι μέρες κι ήρθε της Παναγίας το πανηγύρι[11] και το μοναστήρι γιόμωσε προσκηνητές. Κι άνοιξε η καρδιά του Νίκου, πόβλεπε τόσο κόσμο απ’ όλα τα χωριά. Άντρες ξωμάχοι, λιοκαμένοι και γυναίκες, με τα σημάδια του μόχθου και της ζωής τα βάσανα. Κι ο νόμος της νιότης εκεί κι αυτός! Κι απά στην άψη της φλόγας, σαΐτες ήτανε τα βλέματα, ανάμεσα στους νιούς και στις κοπέλες. Και στέριωνε ολοένα η γνώμη του Νίκου, πως η ζωή τέλος δεν έχει. Κι ο Δεκαπενταύγουστος τέλειωσε. Ο Νίκος πήρε αντίδωρο και την άκρη της τελευταίας ψαλμωδίας και κίνησε καβάλα στη φοράδα για τη λιάστρα, για το φρατζάτο και τους δικούς του.
     *Ο Νίκος υπήρξε για παραπάνω από δέκα χρόνια πρωτοψάλτης στο Άϊ Γιάννη το Θεολόγο στις Φυτείες Ξηρομέρου, μέχρι 12 Δεκέμβρη 1949, που πέθανε από οξύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 35 χρονών. Άφησε δύο κόρες 2,5 χρονών η πρώτη και μηνών δεύτερη. Είχε παντρευτεί με την Ελένη Καραλή στα 1945. Ο Νίκος είχε γεννηθεί στα 1915.
     Ο πατέρας του ο Γούλας είχε πάει σκοτωμένος στα 1926, γύρω στα 40 του.
     Ο αδερφός του ο Γιάννης είχε πεθάνει, από πνευμονία στα 1940 στην Πρέβεζα, φαντάρος, 21 χρονών.
     Η μάνα του, η Γούλαινα(Πηνελόπη Ζανιά, απ’ τον Πρόδρομο Ξηρομέρου) είχε πεθάνει στα 1944, λίγο μετά τα 50 της.
     Ο μικρός του αδελφός Βασίλης - ο πατέρας μου - στα χρόνια του εμφύλιου, κίνησε λιποτάχτης ποδαράτο, στις 13 Δεκέμβρη του 1949, σαν έμαθε το θάνατο Νίκου, απ’ το Καρπενήσι για το χωριό…
     Σε κάθε αντάμωση, σε κάθε κουβέντα η αρχή κι επωδός, στο σπίτι, στο χωράφι, στην στράτα, στον καφενέ ή στην εκκλησία, ήταν ο μακαρίτης ο Νίκος.
     Η διήγηση είναι όπως μου την είπε ο πατέρας μου Βασίλης(1922-2006) ή όπως την κατάλαβα εγώ.
     Στο παλιό σπίτι του προπάππου μου του Βίλια(Γαβριήλ Παληγεώργου) υπάρχει μια παλιά φωτογραφία του πρόωρα χαμένου παππούλη μου Γούλα με τα πρόωρα χαμένα παιδιά του το Γιάννη(1940) και το Νίκο(1949).
     Το σόι ξακολούθησε καλλίφωνα… Στα γλέντια οι παλιοί μνημόνευαν το κελάηδισμα του Νίκου.
     Στο νου μου ακόμα ζωντανά οι γάμοι και τα γλέντια απ’ τις πρωτοξαδέρφες μου - σάμπως αδερφές - Πηνελόπης και Μαρίας, θυγατέρες του Νίκου, όπου κάθε τραγούδι κι ένα ποτάμι δάκρυα… Δεν καταλάβαινα τότε…
     Ο Νίκος…
     Αύγουστος 1935…
     [1] Λιγοβίτσι: Λόφος στο Κεντρικό Ξηρόμερο(Ακαρνανία), πάνω(δυτικά) από τη Λίμνη Οζερός, όπου το μεταβυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας
     [2] Ταμπούρια: Τοποθεσία στο σημείο που διασταυρώνεται η Ιόνια οδός με την παλιά Εθνική οδό Αγρινίου-Ιωαννίνων
     [3] Πεταλάς: Βουνό που αποτελεί το ανατολικό σύνορο του Ξηρομέρου με το Βάλτο
     [4] Κυραβγένα: Το Παναιτωλικό όρος
     [5] Καραΐσκος: Γεώργιος Καραϊσκάκης
     [6] Πατροκοσμάς: Κοσμάς ο Αιτωλός - Άγιος
     [7] Άσπρος: Ο Αχελώος ποταμός στην πεδιάδα του Αγρινίου
     [8] Βραχώρι: Το Αγρίνιο
     [9] Παπαστραταίοι: Αφοί Παπαστράτου-Καπνοβιομήχανοι Αγρινιώτες
     [10] Χαρβάτη, Βρωμερή, Σιάδι, τοποθεσίες κοντά στα Ταμπούρια της περιφέρειας Φυτειών του Δήμου Ξηρομέρου
     [11] Τις παραμονές της Παναγίας έξω απ’ το μοναστήρι στήνονταν παραπήγματα για εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη, όπου αγόραζαν και πουλούσαν ζώα, γιδοπρόβατα, αλογομούλαρα κλπ.
Σημείωση: Η παραπάνω ιστορία, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 31/7/2018 στο προφίλ του συγγραφέα στο facebook.


No comments:

Post a Comment