Thursday 6 September 2018

Γράμμα από την Κύπρο. Ιστορίες της νιότης ...από τη Βέροια. Πρωτομαγιά


Του Αναστάσιου Μπαλτζίδη



     Ξύπνησα πολύ πρωί, για να ετοιμαστώ για την πρωτομαγιάτικη εξόρμηση. Ήταν μια από τις πιο όμορφες στιγμές του χρόνου. Ο πατέρας από το πρωί, έζεψε την Κούλα στο κάρο. Εκείνη, λες και το κατάλαβε ότι θα πηγαίναμε στο χωράφι, όλοι μαζί, κουνούσε καμαρωτή την χαίτη και την ουρά της. Κούλα ήταν το όνομα της φοράδας μας, που αποτελούσε βασικό στοιχείο της οικογένειας. Αυτή πηγαινόφερνε τον κυρ-Αλέκο στα χωράφια, αυτή τραβούσε το φορτίο των φρούτων, για το εργοστάσιο συσκευασίας ή τα ψυγεία. Αυτή ήταν η ιπποδύναμη, του αγροτικού κόσμου του κυρ-Αλέκου, το 1972!

     Αφού ετοιμάστηκαν τα απαραίτητα για τη διατροφή μας, αλλά και τα είδη πρώτης ανάγκης, ξεκινήσαμε καβάλα στο κάρο, για την εξοχή. Ο καρόδρομος που ξεκινούσε κάτω από «τα πλατάνια», διακόσια μέτρα μετά τους Λαδόμυλους, ήταν κοπιαστικός, τόσο για τη φοράδα, όσο και τους αναβάτες. Το κάρο χοροπηδούσε σαν το τρελό, στα χαλίκια και τις πέτρες, που έβρισκε στο διάβα του. Η Κούλα, γεμάτη από την δύναμη του πρωϊνού γεύματος, συνέχισε απτόητη, να τραβά το καρό και να το οδηγεί, στη στέρνα του ποτίσματος, λίγο πιο κάτω από «τα πλατάνια». Εκεί σταμάτησε να δροσιστεί.
     Οι γνωστοί και οι φίλοι, μας χαιρετούσαν στο δρόμο, ανταλλάσσοντας πληροφορίες, για το πού σχεδίαζε ο καθένας, να περάσει την ημέρα του. «Σαραντόβρυσες», φώναξε ο Δημητρός στο πατέρα μου, «κόπιασε να πιεις κανένα ούζο!»
     Ακριβώς εκεί στη στέρνα και κάτω από το μοναδικό πλατάνι, ο δρόμος χωριζόντανε στα δυο. Σου θύμιζε την ιστορία του Ηρακλή, που βρέθηκε στο δίλημμα, ανάμεσα από τον δρόμο της Αρετής και της Κακίας. Οι «Σαραντόβρυσες» στα δεξιά και ο μεσιώτικος δρόμος στα αριστερά. Ο πατέρας συνέχισε για τη Μέση, παίρνοντας το μεσιώτικο δρόμο, σκαμμένο από τα νερά των βροχών, με τα χαντάκια να τον διασχίζουν, σαν χαράδρες και το κάρο μας να τραμπαλίζεται, σαν παϊτόνι. Τα παιδιά το διασκέδαζαν, αλλά η γιαγιά καθόλου. Η Κούλα, συνέχισε να κατηφορίζει, μέχρι τις σιδηροδρομικές γραμμές, όπου ο καρόδρομος ξανάγινε υποφερτός και η γιαγιά σταμάτησε να διαμαρτύρεται.
     Δεξιά και αριστερά του δρόμου, εξαπλώνονταν τα αγροκτήματα και η θέα των ανθισμένων δένδρων, ήταν η ανταμοιβή μας. Το μάτι χάνονταν στο άσπρο και το ροζ, από τις αχλαδιές, τις μηλιές, τις δαμασκηνιές και τις τζιρνικιές. Ο κάμπος μοσχομύριζε και το αεράκι μετέφερε, το χαρμόσυνο μήνυμα της άνοιξης, σε όλους εμάς, που χαρούμενοι και γεμάτοι ενέργεια, εφορμούσαμε για την μεγάλη μέρα. Σε λίγο το κάρο σταμάτησε, κάτω από τις αχλαδιές μας, δίπλα από την αποθήκη του πατέρα. Εγώ πήδηξα βιαστικά από την καρότσα και βρέθηκα σκαρφαλωμένος στην τζιρνικιά, τρώγοντας τα καταπράσινα ξινά τζιρνίκια, που καλά-καλά δεν είχαν σχηματίσει, ούτε το κουκούτσι τους.
     Οι γυναίκες άπλωσαν τις κουβέρτες, για να κάτσουμε και οι άνδρες άναψαν την φωτιά, για να ψήσουν τον πατροπαράδοτο οβελία. Πιστέψτε με, ο χρόνος κυλούσε τόσο γρήγορα και τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα, που η καρδιά μας πετάριζε, από την προσπάθεια να προλάβουμε τα πάντα. Πολλά παιδιά, σκορπίσαμε τριγύρω, για να μαζέψουμε τα άνθη, για το στεφάνη του Μάη, ενώ οι μανάδες μας, προσπαθούσαν να πλέξουν την κυκλική βάση, πάνω στην οποία θα πλέκονταν τα άνθη. Τα ραδίκια, οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες και τόσα άλλα λουλούδια, στόλιζαν το λιβάδι, ανάμεσα στις δενδροφυτείες. Τα χείλη μας τραγουδούσαν τραγούδια για το Μάη... «Μάη μου με τα λουλούδια και με τα γλυκά τραγούδια». Όμορφος κόσμος, όμορφες εποχές, γεμάτες με απλότητα και χάρη, με καρδιές που ερωτεύονταν και χείλη που γλυκοφιλούσαν.


     Το απόγευμα πετάξαμε τα σχοινιά, πάνω στα κλαδιά της αχλαδιάς και κάναμε την κούνια. Μικροί μεγάλοι, άρχισαν να τραμπαλίζονται, στους ρυθμούς της μουσικής, των τραγουδιών του ραδιοφώνου και των μαγνητοφώνων. Αργά το απόγευμα και αποκαμωμένοι από τις δραστηριότητες της ημέρας, ανεβήκαμε ξανά στο κάρο, για να επισκεφτούμε τον Δημητρό, στις «Σαραντόβρυσες». Ο κυρ-Αλέκος, δεν έλεγε ποτέ όχι, σε ένα τσιπουράκι με τους φίλους του. Το μέρος ήταν φανταστικό, τα πλατάνια απλωνόταν πέρα ως πέρα, γύρω από τις σαράντα βρύσες, που τρέχανε ασταμάτητα όλον τον χρόνο. Τα ρυάκια τους, πότιζαν τα δέντρα και τα λαχανικά, των γύρω χωραφιών και οι νοικοκυρές έβαλαν τα καρπούζια και τα ποτά να παγώσουν. Τι κρύο νερό και γάργαρο, γεμάτο από ζωή! Το ένα τσίπουρο έφερνε το άλλο και το κέφι άναβε και το τραγούδι ξεκίνησε και σείονταν η γειτονιά τριγύρω, από τα τραγούδια της παρέας κι άρχισαν το χορό, όλοι μαζί, για το καλό της μέρας.


Σημείωση: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την 11/8/18 στο προφίλ facebook του συγγραφέα

No comments:

Post a Comment