Thursday, 19 January 2017

Γράμμα από την Βέροια. Ιεραρχών και Πατριάρχου Ιωακείμ …. “Μικρή πλατεία” (τα χρόνια στην δεκαετία του 1960...)

Της Έλσας Ξανθοπούλου


Η οδός Ιεραρχών και η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ είναι δύο δρόμοι μίας από τις παλαιότερες και τις πλέον ιστορικές περιοχές της Βέροιας. Βρίσκονται στην καρδιά της κάποτε οριοθετημένης Χριστιανικής συνοικίας της πόλης γι αυτό και στην περιοχή συναντάμε σημαντικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος Βυζαντινές εκκλησίες του 14ου και 16ου αιώνα.


(Το εξωτερικό του Ιερού της εκκλησίας του Αγ. Σάββα / Κυριώτισσας)



(Το εξωτερικό του Ιερού της εκκλησίας του Αγ. Σάββα / Κυριώτισσας - Κοντινότερο πλάνο)


(Η εκκλησία του Αγ. Βλασίου)

   Ωστόσο για εμάς, ως παιδιά τότε, οι εκκλησίες δεν παρουσίαζαν κανένα άλλο ενδιαφέρον παρά μόνο σαν σημεία αναφοράς για τα παιχνίδια μας αφού συχνά-πυκνά οι περίβολοι τους φιλοξενούσαν τις σκανδαλιές μας.
   Οι δρόμοι, στενά καλντερίμια, στρωμένα εκείνα τα χρόνια με στρόγγυλες ποταμίσιες πέτρες, σφηνωμένες στο έδαφος και κλίση προς τη μέση για να φεύγουν τα νερά της βροχής (αργότερα τσιμεντοποιήθηκαν και τελευταία πλακοστρώθηκαν), οδηγούσαν σε ένα μικρό ξέφωτο, κάτι σαν τους ακάλυπτους χώρους των πολυκατοικιών σήμερα αλλά που σ’ αυτό «έβλεπαν» οι μπροστινές όψεις των σπιτιών και οι είσοδοί τους και έτσι το θεωρούσαμε μικρή πλατεία. 
   Περικυκλωμένο το ξέφωτο αυτό από Βεροιώτικα σπίτια και όμορφα Αρχοντικά* στολισμένα με σιδερόφραχτα παράθυρα, βαριές ξύλινες δίφυλλες πόρτες, χαγιάτια και σαχνισιά (προεξοχές των οντάδων), προστατευμένα με ψηλούς πετρόχτιστους μαντρότοιχους, περιέκλειαν ερμητικά μικρές καταπράσινες οάσεις στις εσωτερικές αυλές τους. Παρ’ όλα αυτά, όλο και δραπέτευε στον αέρα εκείνο το λεπτό μεθυστικό άρωμα από πανσέδες, πασχαλιές, αγιόκλημα και γιασεμιά που για χρόνια ακολουθούσε το διάβα μας στα στενά σοκάκια.
   Αμυδρά θυμάμαι και μία πέτρινη βρύση, στο κάτω μέρος της πλατείας, πριν από τα σπίτια μας, αλλά ήμουν πολύ μικρή για να συγκρατήσω λεπτομέρειες και η οποία στα επόμενα χρόνια «εξαφανίστηκε». Θυμάμαι όμως πολύ καλά την βρύση στην Παναγία την Γοργοεπήκοο, με την μακρόστενη μαρμάρινη στέρνα της, όπου τρέχαμε για νερό τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, διψασμένοι και ιδρωμένοι από το παιχνίδι. Διψασμένες ήταν όμως και οι πολλές μέλισσες που υπήρχαν στη βρύση και παρότι όλο και κάποιος τολμηρός ανελάμβανε να τις διώξει, συχνά έβλεπες στα προσωπάκια μας στα χέρια ή στα πόδια μας κόκκινα πρηξίματα απ’ τα τσιμπήματα.
   Στα καμιά εικοσαριά-εικοσιπενταριά περίπου σπίτια της Ιεραρχών και της Πατριάρχου Ιωακείμ περί την πλατεία, κατοικούσαν οικογένειες με δύο, τρία ή και περισσότερα παιδιά η καθεμία και έτσι κάθε καλοκαίρι η μικρή πλατεία έσφυζε από δραστηριότητα με τα παιχνίδια και τους καβγάδες των παιδιών, τις κουβέντες και τα «σεργιάνια» των μεγαλυτέρων.
   Πριν όμως αναφερθώ στα παιδικά μας κατορθώματα θα προσπαθήσω να «φωτογραφίσω» κατά κάποιο τρόπο την ευρύτερη περιοχή ενδιαφέροντος και δράσης μας.
   Θυμάμαι πάντα τους μεγαλύτερους να χαρακτηρίζουν κέντρο-απόκεντρο την περιοχή και αυτό γιατί σε απόσταση δύο λεπτών από τα σπίτια μας, συναντάς την κεντρική οδό της πόλης, την Μητροπόλεως, δρόμο διπλής κατεύθυνσης, στον οποίο εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν όλων των ειδών τα οχήματα, αυτοκίνητα, τρίκυκλα, αστικά, λεωφορεία, φορτηγά. Αντίθετα στην πλατεία και στα στενά μας δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εκτός από καναδυό «μοτοσακά» και κάποια άλογα και γαϊδουράκια στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, τα οποία χρειαζόταν οι κάτοικοι για τις δουλειές τους.
   Περίπου στο μέσον της οδού Μητροπόλεως βρίσκεται η σημερινή Μητρόπολη της Βέροιας την οποία πλαισιώνουν, ανεβαίνοντας, δεξιά και αριστερά οι παράλληλες Ιεραρχών και Πατριάρχου Ιωακείμ.
   Ακριβώς απέναντι από εκεί που η Ιεραρχών τέμνει την κεντρική οδό, βρισκόταν το περίπτερο του Κούτρα- γείτονά μας στην Ιεραρχών, ένα από τα κεντρικότερα περίπτερα της πόλης. Πίσω του ήταν το Ταχυδρομείο και δίπλα το Αστυνομικό τμήμα.
   Στο περίπτερο του Κούτρα μας έστελναν οι μεγαλύτεροι της γειτονιάς για να τους αγοράζουμε τσιγάρα με δέλεαρ τα ρέστα, κάποιες δεκάρες συνήθως, αλλά δεκάρα στην δεκάρα να ένας μικρός θησαυρός για εμάς. Ξέραμε όμως, πως όταν ο κυρ-Γιώργος ο Κούτρας ή η γυναίκα του η θεία Γεωργία έβλεπαν παιδιά, αντί για τις δεκάρες έδιναν μια τσίχλα ή μια καραμέλα για ρέστα και έτσι δεν ήμασταν ποτέ πολύ πρόθυμοι για το περίπτερο και όλο κάτι άλλο κάναμε ή κάπου αλλού μας έστελνε τάχα η μάνα μας για δουλειά και όλο την πλήρωναν οι μικρότεροι. Όταν δεν βρίσκαμε δικαιολογίες ή άλλο «θύμα» πηγαίναμε αναγκαστικά αφού το ν’ αρνηθούμε σήμαινε ανυπακοή με δυσάρεστες για το αυτί μας επιπτώσεις.
   Από την πάνω πλευρά του Δεσποτικού Μεγάρου, κατεβαίνοντας την Πατριάρχου Ιωακείμ από την Μητροπόλεως, στην αριστερή πλευρά ήταν ο φούρνος του κυρ-Γιάννη του Κυριαζάκη όπου πηγαίναμε τα ταψιά με το φαγητό για ψήσιμο και αγοράζαμε ψωμί ή κανένα κουλούρι. Απέναντί του, δεξιά στην γωνία ήταν το μπακάλικο του Κρητικού και στην ίδια πλευρά και προς τα κάτω ήταν το τσαγκαράδικο του κυρ-Σταύρου, ένα μικρό εργαστήρι που ίσα-ίσα χωρούσαν δύο άνθρωποι μέσα, με μία μικρή πορτούλα για είσοδο και ένα μεγάλο παράθυρο-παρατηρητήριο προς στον δρόμο. Στο εσωτερικό πλατύ γείσο του παραθύρου τοποθετούσε ο κυρ-Σταύρος, παρατεταγμένα σαν στρατιωτάκια στη σειρά, τα έτοιμα γυαλισμένα και επιδιορθωμένα παπούτσια που του πηγαίναμε για φτιάξιμο συνήθως στην έναρξη κάθε σεζόν αλλά πολλές φορές και στο μεσοδιάστημα εξ αιτίας των απρόοπτων, έκτακτων τρυπημάτων ή ξηλωμάτων.

(Μέρος της Π. Ιωακείμ, στο βάθος ακριβώς απέναντι, δεξιά, διακρίνεται το τσαγκαράδικο του κυρ-Σταύρου)


(Το πλακόστρωτο σοκάκι της Ιεραρχών σήμερα)

   Για ψώνια από τον μπακάλη, μας έστελναν οι γονείς μας στον κυρ-Στέλιο τον Γουλάρα, που το μπακάλικο του ήταν επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, στην άκρη της μικρής μας πλατείας. Εκτός των απαιτουμένων, γραμμένων σ’ ένα πρόχειρο χαρτί που μας έδιναν οι μανάδες μας για τον κυρ-Στέλιο το μπακάλη και την ρητή απαγόρευση «αυτά και τίποτα άλλο», σπάνια αντιστεκόμασταν σ’ εκείνη την ροζ γλυκιά μαστίχα που κόστιζε μισή δραχμή και μια κατσάδα, έκανε και φούσκες και την λέγαμε Μπαζούκα-αν θυμάμαι καλά, ένα ροζ κυλινδρικό μακρύ κομμάτι μαστίχας που το έκοβε σε μικρότερα κομμάτια της μισής ή της μιας δραχμής ο κυρ-Στέλιος ο Γουλάρας.

* Σήμερα, η περιοχή έχει ανακηρυχθεί διατηρητέα, κάποια από τα σπίτια καταρρέουν και δεν κατοικούνται επειδή οι ιδιοκτήτες δεν έχουν την δυνατότητα να τ’ αναστηλώσουν, κάποια έχουν ανακατασκευαστεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές και κάποια, αφού επισκευάστηκαν, παραμένουν σε άριστη κατάσταση να μαρτυρούν την αίγλη της εποχής τους - όπως το Αρχοντικό Σαράφογλου που η ιδιοκτήτριά του η Ευδοξούλα δώρισε στον Δήμο πριν χρόνια και σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.




2 comments:

  1. Ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις από μία ελληνική επαρχιακή πόλη.

    ReplyDelete
  2. Ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις από μια επαρχιακή ελληνική πόλη.

    ReplyDelete