Του Γιώργου Παληγεώργου
Αντροπαρέα,
κουβεντολόι με θέμα συνηθισμένο, η
θητεία, μετά από αρκετά χρόνια. Όλοι
συμπτωματικά είχαν υπηρετήσει στη
μυροβόλο Χίο, με τα περβόλια και τα σχίνα
με το μαστίχι, τις πολλές ελιές και τ’
αμπέλια, του Κάμπου τ’ αρχοντικά τα
έμμορφα και τ’ ακρογιάλια. 1985-1986, Πόλη (Χώρα), Βροντάδος, Χαλκειός, Αρμόλια,
Βολισσός, Κώμη, Καλαμωτή, Ψαρά κι αλλού.
Απέναντι στη Μικρασία, μια ανάσα μακριά
ο Τσεσμές και πίσω του στη μέσα μεριά
του κόλπου η Σμύρνη…
Πνεύμα
εκδημοκρατισμού, τότε, στις ένοπλες
δυνάμεις, 2η
εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και η δεξιά
στη γωνία, τάχα, οι ΠΑΣΠίτες, κάποιοι
στα χάϊ τους κι άλλοι απλοί, το κίνημα
των φαντάρων ακόμα φρέσκο, με σύνθημα,
«Οι φαντάροι είναι πολίτες με στολή»
κι ακόμα «Επιτροπή Ειρήνης», «Αδέσμευτη
Κίνηση Ειρήνης», Κνίτες, Ρηγάδες,
Αριστεριστές, πρώην φρικιά και κάθε
καρυδιάς καρύδι.
Στα
μαγνητόφωνα των φαντάρων, η Πρωτοψάλτη
να λέει, το «μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές»
του Κραουνάκη και της Παπαγιαννοπούλου,
αλλά κυρίως το «σ’ αγαπάω μ’ ακούς» ο
Σαλαμπάσης.
Όλοι
οι φαντάροι, απ’ όλα τα στρατόπεδα και
τις μονάδες του νησιού, να λαχταρούν
μια 2ωρη έξοδο στην πόλη, στην παραλία,
μπας και προκύψει κανένα καμάκι, βόλτα
στην Απλωταριά*, στα καφέ για βιντεοταινίες,
σε κανένα ουζερί, σε κάποια ταβέρνα για
ορτύκια, σε κάποιο ρεμπετάδικο ή κάποια
σοβαρή ταινία στο Ομήρειο, απ’ τη λέσχη
κινηματογράφου! Σπάνια καμιά διανυχτέρευση,
να μείνει κανείς περσσότερο έξω,
φιλοξενούμενος στο σπίτι κάποιου
δόκιμου, εξόν βέβαια απ’ τους Χιώτες
φαντάρους, που, σα ντόπιοι, έπαιρναν
μόνιμα διανυχτέρευση, όταν ήταν εξοδούχοι.
Άδειες ελάχιστες και ταξίδια του νου,
σαν έβλεπαν τ’ αεροπλάνο ή το καράβι…
(Ολόγυρα η μυροβόλος Χίος)
Τότε, σιμά,
ήταν, που είχε γυριστεί στο νησί, η
ταινία, «Το δέντρο που πληγώναμε», του
Χιώτη σκηνοθέτη Δήμου Αβδελιώδη. Κάποιοι
απ’ τους κομπάρσους είχανε γνωριστεί
με τους φαντάρους της Χίου και κάποιοι
ήταν οι ίδιοι φαντάροι.
Η
συζήτηση της αντροπαρέας ατέλειωτη, με
βομβαρδισμούς αναμνήσεων, δεν προλάβαινε
να τελειώσει το λόγο του κάποιος, άρχιζε
ο επόμενος. Φορές, το χάχανό τους διέκοπτε
την κουβέντα, μα πάλι συνέχεια… Είπε ο
ένας, είπε ο άλλος, ο καθένας κατορθώματα
για την αφεντιά του, για χοντρές πλάκες,
που έκαναν στους άλλους, για τις δυσκολίες
της θητείας, που ανταπεξήρθαν, γι’
ασκήσεις, σκηνάκια, συναγερμούς, φυλάκια,
τιμωρίες. Ήταν κι ένας στη συντροφιά,
που δε μιλούσε, ότι δεν είχε στις ανάμνησές
του καμιά ιστορία, να μοιάζει μ’ αυτές
π’ αράδιαζαν οι άλλοι στις διήγησές
τους.
- Πες και συ κάτι, ρε σειρά, είπε ο πιο φαφλατάς της συντροφιάς, στον σιωπηρό της παρέας, όταν ‘τοιμάζονταν να το «σκορπίσουν». Δε θυμάσαι τίποτε απ’ τη θητεία στη Χίο; συμπλήρωσε, ρωτώντας.
- Θυμάμαι κάτι είπε ‘κείνος, μα δεν ξέρω αν έχει νόημα…
- Εεε, πες και συ, τον παρακίνησε, ένας άλλος.
- Τότε, να πω.
Θυμάμαι,
το λοιπό, στο στενό, πίσω απ’ το Στρατηγείο,
στη Χίο, διάβαινε κάθε απομεσήμερο ένα
γεροντάκι ξερακιανό, μπορεί κομμάτι
σαλεμένο, καβάλα στο γαϊδούρι του. Στο
στενό, ήτανε και το καφενεδάκι, όπου
βγαίναμε κρυφά εμείς οι φαντάροι,
σκαρφαλώνοντας τη μάντρα, και παίρναμε
καμιά μπύρα και σάντουιτς με τυρί, αυγό,
πατάτες και λουκάνικο. Να σ’ αρωτήσω,
έκαμε μια μέρα ένας απ’ το καφενεδάκι
στο γεροντάκι που διάβαινε, πού πήγες
σήμερα με το γαϊδούρι; Σήμερις, όπως κι
ολοένα, πήα στ’ αμπέλι, απλοήθη το
γεροντάκι. Και τι κάνεις στ’ αμπέλι,
τονε ματαρώτησε ο άλλος. Τίποτις δε
φκιάνω, τι δύναμαι τάχα; Κάθομαι και
τηράω κι ανασκαλεύω με νου μου, τίποτις
άλλο, είπε το γεροντάκι. Τη μέρα που δε
θα ’πιστρέψω, ξέρουνε που θα μ’ έβρουν,
συμπλήρωσε, αχνά χαμογελώντας κι έδωκε
νόημα στο γαϊδούρι του να προχωρήσει,
ακουμπώντας τη φτενή απαλάμη του στο
καπούλι. Αυτό το γεροντάκι πήγε φαντάρος Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ, έφτασε ως το Σαγγάριο και… κουβαλάει
τα πάθη του, είπε, βουρκώνοντας, ο
καφετζής, δείχνοντας τη θωριά του, που
χάνονταν… στο στενό.
*Απλωταριά:
Ο εμπορικός δρόμος της Χίου (αγορά).
No comments:
Post a Comment