Thursday, 5 January 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Ο παππούς μου (μέρος 2ο)

Της Ανατολής Μελίδου

   Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες τα ζεστά εκείνα καλοκαίρια της Βέροιας... και συνεχίσαμε βέβαια την αγαπημένη μας συνήθεια και όταν πια μεγάλωσα... και μέχρι και το τέλος...
   Βέβαια δεν πήγαινα πια για τόσο μεγάλα διαστήματα... Μεγάλωσα... Είχα άλλες ασχολίες, πιο πολλές έννοιες... μετακόμισα πια στην Θεσσαλονίκη...
   Πανεπιστήμιο, φιλίες, έρωτες, καλοκαίρια στο Αιγαίο...
   Η πρώτη δουλειά... το πρώτο αυτοκίνητο, ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι...
   Πρώτο ταξίδι φυσικά στην Βέροια...
   Ο παππούς είχε μεγαλώσει κι αυτός, όμως ήταν ακόμη ακμαίος... αγαπούσα την στιγμή που απροειδοποίητα με έβλεπε μπροστά του... εκείνη την λάμψη στα μάτια του, γεμάτη αγάπη...
   
   - Παππού ήρθα... φώναζα... 
   - Άντε ετοιμάσου... πάμε στην πλατεία να πιεις τον καφέ σου...
   Καθόταν δίπλα μου, ήταν και ψηλός ίσα που χωρούσαν τα πόδια του στο μικρό αυτοκίνητο...

   Πιάναμε την ανηφόρα πάλι, τον έβλεπα δίπλα μου καμαρωτό καμαρωτό... μια αδιόρατη υποψία περηφάνιας στο βλέμμα του...

.........................................................................................................................................

   Αποκτήσαμε πια καινούργιες συνήθειες... Κάθε δύο-τρεις εβδομάδες πήγαινα πια στην Βέροια, έστω για κάποιες ώρες...
   Αν τύχαινε να αργήσω καμιά φορά, έπαιρνε τηλέφωνο...
   - Άντε, άργησες, μου έλεγε...
   Καλοκαίρι ήταν πάλι, όταν ένα πρόβλημα υγείας εμφανίστηκε... δεν θα μπορούσα να ταξιδέψω για μερικούς μήνες...
   - Παππού για μερικούς μήνες δεν θα έρχομαι, του είπα... θα μιλάμε μόνο από το τηλέφωνο...
   Ήταν ανήσυχος πολύ, τον καθησύχασα...
   Πέρασε το φθινόπωρο αλλά τα πράγματα δυστυχώς δυσκόλεψαν... ούτε τηλέφωνο έπαιρνα πια, η φωνή μου αλλαγμένη, δεν ήθελα να με ακούσει έτσι...
   Αρχές Δεκέμβρη νομίζω ήταν... έτυχε εκείνη την ώρα να είμαι μόνη στο σπίτι... χτύπησε το τηλέφωνο..
   - Ναι γεια σας, είστε η Ανατολή;
   Ένας άγνωστος...
   - Έχω εδώ τον παππού σας, ποια ακριβώς είναι η διεύθυνσή σας... έχει μπερδευτεί...
   Ζαλίστηκα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε...
   Ήρθε ο καλός μου από την Βέροια με ταξί, μπέρδεψε τα νούμερα 34 ή 44 δεν θυμόταν καλά...
   Εξήγησα, ήρθε... ίσα που μπόρεσα να σηκωθώ για να ανοίξω... ο παππούς διαλυμένος... δεν μπορούσε να πει τίποτα... με κοίταγε μόνο... Κάθισε σε μία πολυθρόνα απέναντί μου...
   - Καλά με αυτό το κρύο γιατί ήρθες; τον μάλωσα...
   - Δεν γινόταν έπρεπε... είπε...
   Δεν μιλούσαμε, μόνο με κοίταγε... Αχ παππού μου... δεν ήθελα να το περάσεις αυτό...
   Ήρθε η ώρα για να φύγει...


   - Ααα παρά λίγο να το ξεχάσω είπε...
   Έβγαλε από την τσέπη του παλτού του, ένα τριανταφυλλάκι... άσπρο... Τα πέταλά του λίγο τσαλακωμένα...
   - Τι είναι αυτό; Που το βρήκες;
   - Είναι από το τριαντάφυλλο, κάτω από την σκάλα, μου είπε...
   Προσπάθησα να θυμηθώ... 
   - Κάτω από την σκάλα έχει μόνο τις φτέρες και το νυχτολούλουδο, είπα...
   - Δίπλα, δεν φυτέψαμε πέρσι το τριαντάφυλλο το ξέχασες; Με μάλωσε...
   Το θυμήθηκα... Θυμήθηκα και την μικρή λεμονιά...
   - Αντέχει με το κρύο; Αναρωτήθηκα...
   - Την σκέπασα με ένα νάιλον, αντέχει, απάντησε...
   Δίχως να καταλάβω αρχίσαμε πάλι να μιλάμε για τα λουλούδια του... Ένα αεράκι γεμάτο άρωμα ζωής, με χάιδεψε στο πρόσωπο...
...........................................................................................................................................
   Το πρόβλημα ξεπεράστηκε... συνεχίσαμε τις συνήθειές μας, όπως πριν... για κάμποσα χρόνια ακόμη...
   Λίγο πριν φύγει, με πήρε ένα βράδυ τηλέφωνο αργά...
   - Δεν νοιώθω πολύ καλά, είπε...
   - Έρχομαι παππού, κάνε κουράγιο, δεν είναι τίποτα... απάντησα... θα το ξεπεράσουμε...
   Πράγματι εκείνο το βράδυ το ξεπεράσαμε...
   Όμως ο παππούς κουράστηκε πια...
   Έφυγε μία εβδομάδα μετά...


No comments:

Post a Comment