Της Έλσας Ξανθοπούλου
Στην
πλατεία μας έβλεπες τα καλοκαίρια παιδιά
να παίζουν, τους μεγαλύτερους να κάθονται
στις αυλές ή στα μπαλκόνια και τους
ηλικιωμένους και υπεραιωνόβιους όπως
η θεια-Λισάβου και η θεια-Χρυσώ, φιλενάδες
από τα νιάτα τους, ντυμένες με τις μαύρες
Βεροιώτικες φορεσιές τους, τα μαύρα
μαντήλια στο κεφάλι και τα μπαστούνια
τους, να κάθονται στο πεζούλι κάτω από
το σπίτι της θεια-Χρυσώς, «περνώντας»
την ώρα τους με ιστορίες από ζωή τους,
σχόλια και συζητήσεις με τους περαστικούς,
νουθεσίες και παρατηρήσεις προς εμάς
τα παιδιά που παίζαμε λίγο παραπάνω στο
ξέφωτο.
Η
θεια-Λισάβου έμενε μαζί μας, την φωνάζαμε
και την θεωρούσαμε γιαγιά εγώ και ο
αδερφός μου γιατί σχεδόν μας μεγάλωσε
και έχω και τ’ όνομά της, ήταν θεία της
γιαγιάς μου από την πλευρά της μητέρας
μου, χωρίς πολύ κοντινούς συγγενείς
αφού είχαν πεθάνει ή σκοτωθεί στον
πόλεμο όλοι και απεβίωσε, όταν ήμουν
δεκατεσσάρων, στα 114 της από βαθιά
γεράματα. Η θεια-Χρυσώ πάλι, ζούσε μονάχη
με κοντινότερη συγγενή μια κόρη στην
Αθήνα, που ερχόταν και την έβλεπε όποτε
μπορούσε, «έφυγε» κι αυτή από βαθιά
γεράματα στα 106 της χρόνια.
(Στην
γωνία το σπίτι της θεια-Χρυσώς σήμερα
με το περιβόητο πεζούλι κάτω και απέναντί
του στο λευκό αυτοκίνητο το σπίτι της
θείας Πολυτίμης)
Το
τρομερό δίδυμο που μαζί δεν έκαναν και
χώρια δεν μπορούσαν, η γιαγιά μου η
Λισάβου που δεν άκουγε καθόλου και η
θεια Χρυσώ που δεν έβλεπε καλά, αλλά που
κατά ένα περίεργο τρόπο όλα τα ήξεραν,
τα έβλεπαν και τα άκουγαν, όταν κουραζόταν
από το «μασλάτι»* και ήθελαν ν’ αποσυρθούν,
συνήθως δεν μπορούσαν να σηκωθούν από
το πεζούλι και έτσι φώναζαν στο πρώτο
παιδί που τύχαινε να είναι κοντά τους
«έλα δώθε καλό μ’ να μ’ ανασκώσ'
(ανασηκώσεις) που δε μπουρώ καθόλ’ να
κουνθώ (κουνηθώ)». Έπαιρνε και μισή ώρα
μέχρι να σηκωθούν, πρώτα να βρουν την
σωστή θέση στο μπαστούνι για στήριγμα,
μετά να γυριστούν σωστά για ν’ ανασηκωθούν,
να κρατηθούν πάνω μας και τέλος βήμα-βήμα
να τις πάμε υποβασταζόμενες, την γιαγιά
μου τη Λισάβου λίγο παρακάτω σπίτι μας
και τη θεια-Χρυσώ, αφού την ανεβάσουμε
από τη σκάλα, επάνω μέχρι τον οντά της.
Όταν
πάλι μας έστελναν σε κανένα θέλημα,
έβγαζαν θυμάμαι από την μέσα τσέπη της
μαύρης μακριάς φούστας κάτω από την
ποδιά –μαύρη κι αυτή, καραμέλες, πράσινες
μαλακές μέντες ή ροζ «ραντεβουδάκια»
και μας κέρναγαν, ή άλλοτε το άσπρο με
την καρό μπορντούρα –όχι και τόσο καθαρό
πάντα – μαντήλι που είχε έναν κόμπο με
τα λεφτά δεμένα στην μία άκρη του.
Έλυναν
με δυσκολία τον κόμπο -τόσο σφιχτός ήταν
και ανάμεσα στις δεκάρες τα μισόφραγκα
και τα λίγα φράγκα της μιας δραχμής, η
θεια-Χρυσώ που δεν «έγλεπε» και καλά,
ρωτούσε «που ειν’ η θκιάρα (δεκάρα)
αυτού καλό μ’ που δε γλέπου τίπουτις;
». Εμείς, τάχα πονηροί, της δείχναμε το
μισόφραγκο ή το ένα φράγκο αλλά αυτή τα
ψηλάφιζε, τα καταλάβαινε από το μέγεθος
και μας φοβέριζε κραδαίνοντας το
μπαστούνι δήθεν για να μας χτυπήσει.
Απομακρυνόμασταν τρέχοντας σκασμένοι
στα γέλια.
Τέτοια
ήταν τα μπαξίσια για τα μεγαλύτερα
παιδιά, στα μικρότερα έδινε λουκούμια
που τα είχε από καμιά επίσκεψη που
δέχονταν, ποιος ξέρει από πότε.
Καλούσε
από τους μικρότερους συνήθως τον Μίμη
που ήταν πάντα πρόθυμος και του έλεγε
«Μίμ’, άκου καλό μ’ , θα πας στου Παντελή
του Μπιάλα, του μαραγκό και θα του πεις,
η θεια-Χρυσώ σι θέλ’ του δίχως άλλο,
ακούς, του δίχως άλλο μείπε». Πήγαινε
τρέχοντας ο καημένος ο Μίμης την κατηφόρα
από την εκκλησία της Γοργοεπήκοου μέχρι
τους Λαδομύλους που ήταν ο Μπιάλας ο
μαραγκός και γύρναγε πάλι τρέχοντας
την ανηφόρα - «τόπες» ρωτούσε αυτή
-«τόπα» απαντούσε λαχανιασμένος ο Μίμης,
«μπράβο, παρ’ ένα λουκούμ’» έπαιρνε
το λουκούμ’ ο Μίμης το πέταγε απέναντι
και άνοιγε τρύπες στον τοίχο της θείας
Πολυτίμης, τόσο πέτρα ήταν απ’ την
πολυκαιρία. Πήγαινες ξανά για θέλημα;
Ξαναπηγαίναμε τι να κάναμε, ήταν μεγάλοι
και ανήμποροι.
Σε
αυτήν την πλατεία λοιπόν, νωρίς και κατά
την διάρκεια της μέρας υπήρχαν διάφορες
ομάδες από αγόρια και κορίτσια, μικρά
και μεγαλύτερα παιδιά.
Τ’
αγόρια έπαιζαν στρατιωτάκια που τα
έκρυβαν στις τρύπες του μαντρότοιχου
του σπιτιού της θείας- Πολυτίμης, βώλους
ή καπάκια, μπάλα ή πόλεμο.
Όταν
έπαιζαν πόλεμο, έφτιαχναν τόξα από ξύλο
«βρωμοκαρυδιάς» επειδή ήταν ευλύγιστο
και βέλη από τα κλαδιά των φύλλων της,
τα ενίσχυαν με καρφίτσες στην άκρη που
έφερνε ο Γιαννάκης από τις θειάδες του
τις μοδίστρες και…. αλίμονο εάν σ’
έβαζαν στο στόχαστρο. Τα κορίτσια, όταν
τ’ αγόρια έπαιζαν πόλεμο, αποφεύγαμε
να εμφανιζόμαστε στην περιοχή τους
γιατί σημάδευαν χαμηλά τις γάμπες μας
και όταν μας πετύχαιναν και τρέχαμε
κλαίγοντας και ματωμένες σπίτι, εκτός
από τον πόνο και το τσούξιμο της
απολύμανσης με οινόπνευμα, δεν γλιτώναμε και τον εξάψαλμο «τι δουλειά είχατε
εκεί και καλά να πάθετε».
Εμείς
τα κορίτσια πάλι, παίζαμε με τις κούκλες
ή στρώναμε μία κουρελού σε δροσερά
σκιερά σημεία της γειτονιάς και παίζαμε
σπιτάκια, περνά-περνά η μέλισσα, σχοινάκι
ή τάχα κεντούσαμε αλλά περισσότερο
φλυαρούσαμε….. ήσυχα κοριτσίστικα
πράγματα.
(Ανακατασκευασμένο
Αρχοντικό με το χαγιάτι του που βρίσκεται
επί της Π. Ιωακείμ, δίπλα από το πρώην
μπακάλικο του κυρ-Στέλιου, στο οικόπεδο
του οποίου τότε, πνιγμένο στις
«βρωμοκαρυδιές», έπαιζαν πόλεμο τ’αγόρια.)
Αργότερα
όμως από το απόγευμα και προς το βραδάκι
που δρόσιζε, αγόρια και κορίτσια, μικροί,
μεγάλοι, παίζαμε όλοι μαζί τα μήλα,
τζαμί, αγαλματάκια, κρυφτό ή κυνηγητό
και πολλές φορές η γειτονιά μας έπαιζε
και με άλλες γειτονιές, όπως της
Κυριώτισσας στην Ρήγα Φεραίου, ή στα
«καμένα» και παραπάνω στην πλευρά της
εκκλησίας του Αγίου Βλάση.
Έπεφτε
το σκοτάδι και εμείς ακόμη παίζαμε μέχρι
τη στιγμή που ερχόταν η μάνα κάποιου
και τον άρπαζε από το αυτί φωνάζοντας
στους υπόλοιπους «είναι αργά, άντε
μαζευτείτε γρήγορα στα σπίτια σας κι
αύριο μέρα είναι». Μόνο τότε σκορπίζαμε
και επιστρέφαμε στα σπίτια μας
αργοπορημένοι, ιδρωμένοι, γδαρμένοι ή
βρώμικοι και παρότι ακούγαμε τα σχολιανά
μας για τα χάλια μας και την επομένη τα
ίδια κάναμε.
Θυμάμαι
μία φορά, πρέπει να ήμουν γύρω στα 7-8, ο
πατέρας μου μας έφερε δώρο ένα μπλε
ποδήλατο και επειδή δεν ήξερα να ποδηλατώ,
ανέλαβε η Ντίνα –λίγο μεγαλύτερή μου
που ήξερε ποδήλατο- να κάνει βόλτες μαζί
μου μέχρι να μάθω. ‘Όπως κατηφορίζαμε
λοιπόν την Ρήγα Φεραίου με τα ποδήλατα
–εγώ είχα και τις δύο βοηθητικές ρόδες,
στην στροφή απέναντι από το σπίτι του
Μανώλη του Μπουντζόλα, η Ντίνα πήρε
λάθος την στροφή, έπεσε, έπεσα πάνω της
και εγώ, δεν έπαθα τίποτα αλλά αυτή
έσπασε το μπροστινό της δόντι. Γυρίσαμε
στα σπίτια μας με την Ντίνα στα αίματα
και με το δόντι σπασμένο και κλαίγοντας,
αλλά οι μητέρες μας δεν μας λυπήθηκαν
καθόλου.
Η
δική μου, μου πήρε το ποδήλατο το έδωσε
στον αδελφό μου και εγώ δεν ξανάκανα
ποτέ ποδήλατο στην ζωή μου.
Σήμερα,
ομολογώ πως όσο πικρή γεύση μου άφησε
εκείνο το «ατύχημα» που έγινε αιτία να
μισήσω το ποδήλατο άλλο τόσο γλυκιά και
έντονη είναι η ανάμνηση εκείνων των όλο
παιχνίδι και ανεμελιά χρόνων που χώρεσαν
για έτη πολλά σε μία μικρή πλατεία. Των
χρόνων εκείνων που παρά τις δυσκολίες
δεν κλαίγαμε γιατί δεν είχαμε δεύτερο
ζευγάρι παπούτσια αλλά γιατί δεν μας
έπαιζαν τα άλλα παιδιά.
*μασλάτι
: τούρκικη λέξη που σημαίνει χαλαρή
κουβεντούλα….. επί παντός επιστητού.
Στην
καθομιλουμένη των παλαιοτέρων Βεροιωτάδων
υπήρχαν πολλές τούρκικες λέξεις, καθώς
στις διαφορετικές συνοικίες της πόλης,
Εβραϊκή, Χριστιανική, Μουσουλμανική,
καίτοι κλειστές και ξεχωριστές κοινωνίες,
οι κάτοικοι συγχρωτίζονταν καθημερινά
μεταξύ τους κυρίως εξ αιτίας των εμπορικών
συναλλαγών τους.
No comments:
Post a Comment