Της Ελένης Δημητριάδου
Η πιο παλιά μου
θύμηση από τη Βέροια είναι μια γειτονιά
πίσω από τη λεωφόρο Ανοίξεως. Λίγο πριν
το ιδιωτικό σχολείο του Τσαλέρα, ένα
μεγαλοπρεπές κτίριο, σωστός πύργος.
Αντίθετα η γειτονιά μας έχει σπίτια
χαμηλά, με εξαιρετική ωστόσο ρυμοτομία,
με χαλίκι και χώμα αντί για άσφαλτο. Και
οι δρόμοι παιδότοποι για κυνηγητό και
κρυφτό. Ο παππάς που πλησιάζει κι εμείς
τρέχουμε να ασπαστούμε το χέρι του. O
παγωτατζής με το άσπρο καροτσάκι του
να διαλαλεί το λαχταριστό του εμπόρευμα,
κι εμείς να κοροϊδεύουμε τη γειτονοπούλα
για τον ιδιαίτερο τρόπο που μιλούσε και
κουνούσε τα χέρια της λέγοντας: «Έλα
παγωτατζή! Έλα!».
Το σπίτι της
κυρίας Ευανθίας
Στη Βέροια
ήρθα με την οικογένεια μου από τη
Θεσσαλονίκη το 1959, σε ηλικία 4 ετών, όταν
ο πατέρας μου πήρε μετάθεση στη Διεύθυνση
Γεωργίας. Νοικιάσαμε ένα σπίτι διώροφο,
δηλαδή σχεδόν διώροφο, αφού ο κάτω όροφος
ήταν ημιυπόγειο, όπου έμενε η νοικοκυρά
μας η κυρία Ευανθία. Λίγα σκαλοπάτια
οδηγούσαν από το δρόμο στην κεντρική
είσοδο του σπιτιού μας.
(Πρωτομαγιά στον
Άγιο Νικόλαο Ναούσης με οικογένειες
συναδέλφων του πατέρα μου. Επάνω δεξιά
η μητέρα μου κι εγώ, κάτω ακριβώς η αδελφή
μου και δεύτερος στα αριστερά καθισμένος
ο πατέρας μου.)
Στο πίσω μέρος
του κτιρίου μια τεράστια αυλή, η αυλή
των θαυμάτων. Πάσσαλοι με σχοινιά για
το άπλωμα των ρούχων – με ατέλειωτα
σεντόνια και με τα σχοινιά να ενώνονται
θαρρείς επίτηδες για να σχηματίζουν
δωμάτια, μεγάλα φωτεινά δωμάτια -
λαβυρίνθους για να κρυβόμαστε. Κάπου
εκεί κοντά, στο σύνορο με τον τοίχο του
διπλανού σπιτιού, φυτρώνουν φράουλες.
Μικρές – γλυκές φράουλες, με τα αγκαθωτά
τους φύλλα. Πιο κοντά στο σπίτι είναι η
βρύση με μια ψηλή τσιμεντένια στέρνα.
Αυτό όμως που κάνει την αυλή μας μοναδική
είναι ένα σπιτάκι – εργαστήριο, με τον
αργαλειό της κυρίας Ευανθίας, που τάκα-
τάκα κάθε μέρα μας συντροφεύει και μας
νανουρίζει. Περίτεχνα σχέδια κόκκινα,
μαύρα, πράσινα, σχηματίζονται λίγο -
λίγο με τρόπο μαγικό, που η μαμά λέει
ότι θα γίνουν όμορφα χαλιά. Είναι χήρα
η κυρία Ευανθία και ο αργαλειός φέρνει
το κύριο εισόδημα, βοηθά και το μεροκάματο
του γιου της, λίγο και το ενοίκιο που
πληρώνουμε εμείς. Οι κόρες της είναι
της παντρειάς και οι ανάγκες πολλές.
Αλλά όλη η οικογένεια θαρρείς και
ανακάλυψε το ελιξίριο της χαράς. Τέσσερα
πρόσωπα πάντα χαμογελαστά, βλέμματα
ζεστά να σ’ αγκαλιάζουν στα 4 χρόνια
σου. Εκεί βρίσκεις καταφύγιο όταν κάνεις
κάποια από τις περίφημες γκάφες σου και
ο πατέρας - εκείνος ο γλυκός πατέρας,
που όταν θυμώνει δεν αστειεύεται - σε
κυνηγά να σου τις βρέξει.
Το κοκάλινο
σταυρουδάκι
Εγώ για να είμαι
ειλικρινής την αγαπούσα την κυρία
Ευανθία, αλλά και λιγάκι τη φοβόμουν,
και μετά από μια βλακεία που έκανα – η
οποία με βασάνιζε για πολλά χρόνια μετά
- την ντρεπόμουν κιόλας. Ένα μικρό
κοκάλινο σταυρουδάκι από άσπρο κόκαλο
με όμορφες καμπύλες στις τέσσερις
άκρες του και τον Eσταυρωμένο
σε γαλάζιο ανάγλυφο, που κρεμόταν έξω
από το σπίτι της ανάμεσα στο παράθυρο
της κουζίνας και την εξώπορτα, ήταν η
αφορμή της δυστυχίας μου. Το ήθελα αυτό
το σταυρουδάκι – ήθελα να το πάρω στα
χέρια μου να το χαϊδέψω και ίσως ποιος
ξέρει; να το πάρω στο σπίτι μου. Μια μέρα
το πλησίασα
διστακτικά και αθόρυβα - έτοιμη να
διαπράξω την πρώτη αξιόποινη πράξη της
μικρής μου ζωής - το ξεκρέμασα από το
καρφί του και το κράτησα στο χέρι μου
όλο χαρά. Αλλά για κακή μου τύχη η χαρά
δεν κράτησε σχεδόν καθόλου, αφού η κυρία
Ευανθία δεν ήταν στον αργαλειό της όπως
όφειλε, αλλά μέσα στην κουζίνα με την
κόρη της. Με κοίταζαν και γελούσαν και
οι δύο μέσα από το τζάμι. Κάποτε έβγαλε
έξω το μεγαλόθυμο κεφάλι της και μου
είπε: «Το θέλεις; Πάρτο για δικό σου!».
Η γη κανονικά έπρεπε να ανοίξει και να
με καταπιεί, αλλά δεν το έπραξε. Έτσι
έσφιξα το σταυρουδάκι επάνω μου, και
μαζί με τη ντροπή μου και τα υπολείμματα
του κουράγιου μου έσυρα τα βήματά μου
στα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν στο
σπίτι μου. Το σταυρουδάκι αυτό για χρόνια
κοσμούσε το δωμάτιό μου - αν και κάποτε
χάθηκε ο μικρός Eσταυρωμένος
- αποτέλεσμα ιδιαίτερης μεταχείρισης
του μικρού μου ανιψιού.
(Ότι απέμεινε
από το σταυρουδάκι της κυρίας Ευανθίας.)
Ο κουφός
επισκέπτης
Ήταν μια από
τις βραδιές που δεχόμασταν επισκέπτες.
Μάλλον γιόρταζε ο πατέρας μου και το
σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, κυρίως από τους
νέους του συναδέλφους με τις οικογένειές
του. Ανάμεσά τους ένας συμπαθέστατος
κύριος, γνωστός μεταξύ των συναδέλφων
με τον κωδικό «ο κουφός», λόγω του φυσικού
του ελαττώματος. Ήρθε ο ταλαίπωρος,
αξιοπρεπέστατος, και κάθισε στο σαλόνι
μας μετά της κομψής συζύγου του. Εγώ
βαριόμουν αφάνταστα, κανείς δεν μου
έδινε σημασία και δεν έβλεπα την ώρα να
φύγουν. Και τότε μου ήρθε μια φαεινή
ιδέα. Αποφάσισα να δείξω σε όλο τον κόσμο
ότι ξέρω ποιος είναι ο «κουφός». Φόρεσα
λοιπόν το πιο πονηρό μου χαμόγελο, και
απευθυνόμενη στη σύζυγό του, που αυτή
τουλάχιστον ήμουν σίγουρη ότι θα ακούσει,
ανέκραξα μπροστά σε όλους τους επισκέπτες:
«Άντε και συ με τον άντρα τον κουφό!».
Πρέπει να έπεσε μεγάλη παγωμάρα στην
ομήγυρη, η οποία όμως τηρώντας τα
προσχήματα συνέχισε τη συζήτηση περί
ανέμων και υδάτων, αγνοώντας επιδεικτικά
το σχόλιό μου. Ο πατέρας μου διατήρησε
την ψυχραιμία του έως ότου και ο τελευταίος
επισκέπτης αποχώρησε. Και τότε άρχισε
να με κυνηγά αφρίζοντας σε όλο το σπίτι
- ήταν σούρουπο, έκανε κρύο και φοβόμουν,
αλλά άνοιξα την πόρτα, κατρακύλησα τα
σκαλιά και βρήκα καταφύγιο στην αγκαλιά
της κυρίας Ευανθίας, που τελικά με έσωσε,
επιστρατεύοντας όλη τη διπλωματία της.
Μεγάλη χάρη της χρωστώ!
Το γυμνό σκίτσο
Τα πρωινά όταν
η μητέρα τελειώνει τις δουλειές της και
πιάνει το εργόχειρο, είναι ήρεμα και
όμορφα. Το μεγάλο ολόφωτο καθιστικό με
τους δύο καναπέδες και το τραπέζι
δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας και
ηρεμίας, όπως ίσως νιώθουν τα έμβρυα
μέσα στην μήτρα της μητέρας τους. Στο
δωμάτιο αυτό και οι πρώτες προσπάθειες
να ζωγραφίσω. Ένας κύκλος το κεφάλι, δύο
τελείες τα μάτια, ένας μεγάλος κύκλος
το σώμα, τέσσερις σκούπες τα χέρια και
τα πόδια. «Μπράβο! Θα το δείξουμε στον
μπαμπά όταν έρθει», η πρώτη θαυμάστρια
των έργων μου η μητέρα, χωρίς να χάνει
λεπτό από το εργόχειρο. Και μετά η φαεινή
ιδέα: μια τελεία για τον αφαλό. «Μμμ!
Κρίμα! Τώρα δεν μπορούμε να το δείξουμε
στον μπαμπά!». Τι είχα κάνει; Τόλμησα
να ζωγραφίσω το ανθρωπάκι μου γυμνό!
Ένα γυμνό στο τέλος της δεκαετίας του
50 ήταν έγκλημα! Για χρόνια αυτή η ντροπή
με κυνηγούσε. Πώς τόλμησα;
Η Κατινίτσα
Η Κατινίτσα
είναι η κόρη του φούρναρη. Σκούρα καστανά
μαλλιά, φωνή βραχνή, σώμα δυνατό. Είμαστε
συνομήλικες, οι πιο μικρές της γειτονιάς
και κάνουμε παρέα. Τα σπίτια μας απέναντι.
Η αυλή του σπιτιού της υπερυψωμένη
μπροστά αγκαλιάζει το σπίτι, ένα φτωχικό
χαμόσπιτο. Ο φράχτης από συρματόπλεγμα
έτοιμος να καταρρεύσει και η ξεχαρβαλωμένη
πόρτα με την Κατινίτσα να αγκιστρώνεται
επάνω της όταν η μαμά της την έβαζε
τιμωρία. Δεν μπορούσε να βγει στο δρόμο,
και εκείνα τα μάτια της, πελώρια, γεμάτα
λαχτάρα για παιγνίδι. Ο Κωστάκης μένει
λίγο πιο πάνω σε μια σειρά σπίτια ίδια
μεταξύ τους, χωρίς αυλή. Είναι λίγο
μικρότερος και γεμάτος εξανθήματα, τον
φωνάζουμε «σπυριάρη». Εμείς δεν τον
καταδεχόμαστε, είμαστε κορίτσια και
λίγο μεγαλύτερα. Αλλά όταν η Κατινίτσα
είναι τιμωρημένη είναι μια παρηγοριά
η παρέα του. Ένα τέτοιο απόγευμα γεμάτη
παράπονο μέσα από την πόρτα του φράχτη
με βλέπει να μιλώ με τον Κωστάκη. Το
παράπονο την πλημμυρίζει και τότε
γίνεται ποιήτρια, γίνεται τραγουδίστρια
και το μοιρολόι της βουίζει στ' αυτιά
μου. «Ελενίιιιτσα, δε σου μιλάαααω
γιατί μιλάς στον Κωστάκη τον σπυριάαααρο…».
Οι απρόσκλητοι
επισκέπτες
Μια τέτοια
στιγμή διάλεξε να μας κάνει επίσκεψη η
κ. Βούλα, μια οικογενειακή φίλη, σύζυγος
συναδέλφου του πατέρα μου. Γελαστή,
πληθωρική, ψάχνει το θύμα της να το
εξευτελίσει με την ελαφρότητα των λόγων
της. Στο πρόσωπό μου για χρόνια έσκαζαν
οι αφροί των πειραγμάτων της. Παίρνει
το μοιρολόι της Κατινίτσας και μου το
αντιγυρίζει «Ελενίιιιτσα…», το κάνει
σλόγκαν στα ατελείωτα κοινά μας
καλοκαίρια, στις χειμωνιάτικες βεγγέρες
μας για τα επόμενα χρόνια. Γελώ αλλά
μέσα μου βράζω, καζάνι έτοιμο να την
κατασπαράξω. Ένα όμορφο απόγευμα την
εκδικήθηκα – έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Ήρθε σεινάμενη - κουνάμενη με το γιο της
και στρογγυλοκάθισαν στο καθιστικό μας
με τους δύο καναπέδες, στο αγαπημένο
μου δωμάτιο, ακριβώς το απόγευμα που
είχαμε αποφασίσει να πάμε οικογενειακώς
σινεμά. Θυμάμαι ελάχιστα τα έργα εκείνης
της χρονιάς. Αργότερα ήταν που ρουφούσα
τις ταινίες της Αλίκης – Μανταλένα,
Κλωτσοσκούφι, τον Χατζηχρήστο, τον
Έλβις, και ύστερα κρυφά από το μπαλκόνι
μας τον Τζέιμς Μποντ. Ο κινηματογράφος
είχε μια μαγεία για την οικογένειά μου,
για τους περισσότερους εκείνης της
εποχής - και παρέμεινε η μεγάλη μου αγάπη
μέχρι σήμερα. Και ήρθε η κυρία Βούλα να
γκρεμίσει ένα από τα πρώιμα όνειρά μου
– αυτή την ιεροτελεστία της οικογενειακής
εξόδου, με προορισμό την εγκατάλειψη
ψυχή τε και σώματι μπροστά στη μεγάλη
οθόνη των καλοκαιρινών κινηματογράφων.
Ε! λοιπόν δεν άντεξα. Όλοι την καλοδέχτηκαν
με χαμόγελα, αλλά εγώ ένιωσα να χάνω τον
κόσμο. Γιατί με κρατούσαν φυλακισμένη
στο σπίτι; Ποια αταξία είχα κάνει; Ο
παρορμητικός μου χαρακτήρας επαναστάτησε:
«Γιατί ήρθατε; Εμείς θα πηγαίναμε
στο σινεμά!». Το είπα! Δεν με ένοιαζε!
Ήταν σαν να της αντιγύριζα τα πειράγματα,
σαν να έσπαζα τις αλυσίδες με το παράπονο
της Κατινίτσας στη φωνή. Φαίνεται όμως
ότι οι υπόλοιποι δεν συμμεριζόταν την
άποψή μου. Η αντίδραση των δικών μου
ήταν αστραπιαία. Κατάλαβα το λάθος μου
αμέσως. Ο κόσμος χάθηκε ξανά, αλλά αυτή
τη φορά δεν υπήρχε διέξοδος. Εκτός…
εκτός από τον καναπέ! Χώθηκα από κάτω
και δεν έβγαινα έξω με τίποτε. Θυμάμαι
χέρια να με τραβούν, φωνές να με
κατσαδιάζουν, αλλά εγώ εκεί στο καταφύγιο
μου.
Οι γύφτοι
Δεν ήταν η πρώτη
αλλά ούτε και η τελευταία φορά που
κατέφευγα σ΄ αυτό το κρυφτούλι της
στρουθοκαμήλου. Ντιβάνια, κρεβάτια και
τραπέζια επιστρατεύτηκαν κατά καιρούς
για να στεγάσουν τη ντροπή και το φόβο:
φόβο για την ένεση στο σπίτι των παππούδων
στην Τούμπα, φόβο της τιμωρίας για ένα
άσχημο βαθμό, το φόβο των γύφτων. Οι
γύφτοι! Οι μπαμπούλες της παιδικής μου
ηλικίας. Ιστορίες για γύφτους που
παίρνουν παιδιά, που περιφερόταν στις
γειτονιές και ξαφνικά τους έβλεπες
μπρος στην πόρτα σου. Και επί πλέον είχα
να αντιμετωπίσω και τις συχνές δηλώσεις
της αδελφής μου, ότι τάχα δεν ήμουν της
οικογένειας, αλλά με είχαν πάρει από
τους γύφτους. Με την αλαζονεία της
μεγαλύτερης κατά 6 χρόνια αδελφής,
έβρισκε κι αυτή ένα ευκολόπιστο θύμα
για να το τυραννάει.
Εκείνο το πρωινό,
ήσυχο και γαλήνιο ήμουν μόνη στο σπίτι.
Η μητέρα έλειπε για ψώνια. Ο μπαμπάς στο
γραφείο και η αδελφή μου στο σχολείο
της. Η Κατινίτσα είδε που δε βγήκα και
αποφάσισε να έλθει να με βρει. Εγώ μέσα.
Ακούω τα βήματά της στα λιγοστά σκαλοπάτια.
Σταματούν στο κεφαλόσκαλο. Ένα κεφάλι
κατάμαυρο προβάλει πίσω από το θολό
τζάμι της εξώπορτας. Το σώμα δε φαίνεται
γιατί το κάτω μισό της πόρτας είναι
ξύλινο. Κτυπά το κουδούνι. Μια, δύο, τρεις
φορές. Ήρθε ο γύφτος να με πάρει. Μη
βγάλεις τσιμουδιά. Το τραπέζι της
κουζίνας είναι φάτσα στην εξώπορτα.
Χώνομαι από κάτω, βγάζω που και που το
κεφάλι μου για να βλέπω. Ο επισκέπτης
επιμένει. Πόσες φορές χτύπησε; Κάθε
κουδούνισμα και ένα σφυροκόπημα στην
καρδούλα μου. Φαίνεται ότι η Κατινίτσα
είχε πολλή όρεξη για παιγνίδια εκείνο
το πρωί, γιατί η μαμά μου με βρήκε
μισολιπόθυμη κάτω από το τραπέζι. Πόση
ώρα έμεινα εκεί; Ίσως λίγα λεπτά! Μου
φάνηκαν όμως αιώνες. Όταν αργότερα έμαθα
ποιος ήταν ο επισκέπτης, ο φόβος μου για
τους γύφτους δέχτηκε ισχυρό πλήγμα!
Η εγκατάλειψη
της γειτονιάς
Το καλοκαίρι
του 1960, λίγο πριν αρχίσω το Νηπιαγωγείο,
«εγκαταλείψαμε» το διώροφο της κυρίας
Ευανθίας και εγκατασταθήκαμε στην πρώτη
πολυκατοικία που κτίστηκε εκείνη την
εποχή στη Βέροια: Μητροπόλεως 34, μέγαρο
Χατζηκοκόλη. Η αστικοποίηση που μόλις
άρχιζε, της οποίας λάτρης ήταν ο πατέρας
μου, σήμανε για μένα το πρώιμο τέλος της
γειτονιάς και της μαγείας της. Η Κατινίτσα
έμεινε πίσω στην αυλή της, στο δρόμο
της, στο χαμόσπιτό της, που στη σκέψη
μου για τα επόμενα χρόνια φάνταζε παλάτι!
No comments:
Post a Comment