Thursday, 26 January 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία

Της Άρτεμης Καλογήρου


   Είμαι η Άρτεμις και μεγάλωσα στο κεντρικότερο σημείο της Βέροιας, στην γωνία Μητροπόλεως και Κοντογεωργάκη. Απέναντι από την Μητροπόλεως, ήταν στη γωνία τότε το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο, το Lido και η παλαιά κατοικία του Νικοδημόπουλου. Αργότερα έγινε η διάνοιξη της Ιπποκράτους και κτίστηκε η Εθνική Τράπεζα. Από την μεριά της Κοντογεωργάκη ήταν μια παλαιά εγκαταλειμμένη κατοικία που κατεδαφίστηκε για να αναδειχθεί η βυζαντινή εκκλησία του Χριστού.
   Εκείνα τα χρόνια μέναμε στο υπερυψωμένο ισόγειο του πατρικού μου, εκεί που αργότερα στέγασα την επαγγελματική μου δραστηριότητα. Από το δωμάτιό μου έβλεπα την εκκλησία του Χριστού. Η Κοντογεωργάκη ήταν πέτρινο καλντερίμι. Κάθε πρωί ξυπνούσα από τα γαϊδουράκια που στα κοφίνια τους μετέφεραν την παραγωγή από τους μπαξέδες στην αγορά. Γύρω στο μεσημέρι επέστρεφαν στους μπαξέδες. Μέχρι το μεσημέρι συνεργεία αναστηλωτών έκαναν εργασίες καθαρισμού των εικόνων της εκκλησίας του Χριστού. Από το μεσημέρι και μετά στον υπόστεγο νάρθηκα του Ναού τα αγόρια της γειτονιάς έπαιζαν πόλεμο. Ναι πετροπόλεμο και πόλεμο με αυτοσχέδια όπλα από ξύλα, μέχρι που έβαζε τις φωνές από το παράθυρο η μαμά μου και έκαναν πως παίζανε κρυφτό μπάλα κλπ.



(Τα γενέθλιά μου - Φωτογραφία από το αρχείο της Ελένης Δημητριάδου)

   Στο κεντρικό αυτό σημείο της Βέροιας τα κορίτσια δεν έπαιζαν στον δρόμο, ούτε υπήρχαν αυλές. Πηγαίναμε με την κούκλα μας στην φίλη μας, ή ερχόταν αυτή σπίτι μας. Εγώ έπαιζα με τη Λίλα. Η Λίλα ήταν κάτι σαν αδελφή μου, όταν με ξυλοφόρτωνε εντελώς αδελφικά ο αδελφός μου, ξέφευγε καμιά και στην Λίλα που ήταν μοναχοπαίδι, έτσι για να καταλαβαίνει πως είναι να έχεις μεγαλύτερο αδελφό.
   Το σπίτι μας είχε εξώπορτα στην είσοδο της οικοδομής μας. Η εξώπορτα είχε ένα παράθυρο με αδιαφανές τζάμι και σιδεριά. Το τζάμι ήταν όλη την ημέρα ανοικτό. Όποιος ήθελε έσπρωχνε το τζάμι και έμπαινε. Έρχονταν οι φίλοι οι συγγενείς και οι γνωστοί. Οι μεγάλοι έπιναν καφέ, τα παιδιά επισκέπτονταν την κουζίνα που είχε πάντοτε κουλουράκια και καλούδια φτιαγμένα από την μαμά μου. Αργά το βράδυ γύρω στις 9 εμείς τα παιδιά εξαφανιζόμαστε στα κρεβάτια μας. Τότε τον χειμώνα ερχόταν κάθε μέρα ο παπάς της ενορίας μας, ο Πάτερ Κύριλλος, η κυρία Άννα η μικροβιολόγος από απέναντι, ο κύριος Καπάνταης ο ακτινολόγος από δίπλα μας, η κυρία Νίνα η οδοντίατρος με τον άνδρα της τον κύριο Φάνη τον παιδίατρο, ο γυμνασιάρχης του σχολείου μας και άλλοι φίλοι των γονιών μας. Εμείς κρυφακούγαμε γιατί οι πόρτες μας ήταν ανοικτές. Γίνονταν αναλύσεις της επικαιρότητας που είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και για μας και ας είμαστε παιδιά. Κάποτε νυστάζαμε και κοιμόμαστε με τον αδελφό μου.
   Όταν γιορτάζαμε ο εξάδελφός μου ο Αργύρης έφερνε ένα ηχοσύστημα της εποχής, και έβαζε δίσκους από βινύλιο και οι μεγάλοι χόρευαν. Στις 12 το βράδυ ερχόταν ένα κλαρίνο και μια γκάιντα και το γλέντι άναβε.
   Όταν ήταν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα πηγαίναμε όλη η οικογένεια, δηλαδή οι θείοι, οι θείες και τα ξαδέλφια, στης γιαγιάς της Αρτεμισίας το σπίτι. Ήταν το σημερινό “Αρχοντικό” το γωνιακό σπίτι στην Ιεραρχών απέναντι από το αρχοντικό της Σαράφογλου. Το τραπέζι της γιορτής ήταν απίστευτο. Στο δωμάτιο της γιαγιάς, πάνω στα μιντέρια καθόμασταν και στο μέσον το τραπέζι. Τα κεφτεδάκια σχημάτιζαν ένα μικρό βουνό, μεζεδάκια διάφορα, πρώτο πιάτο με βραστό μοσχαράκι μαγειρεμένο με μαϊντανό, πίτες και γλυκό σαραγλί χειροποίητο. Μετά το φαγητό παίζαμε με τα ξαδέλφια μου στη σάλα, το στεγασμένο χαγιάτι με τις φαρδιές σανίδες στο πάτωμα. Ο καλός Οντάς με το βελούδινο το Βενετσιάνικο σαλόνι, έμενε πάντοτε ανοικτός σαν έκθεση. Ο εκσυγχρονισμός όμως μετέφερε την γιαγιά στην ιδιόκτητη οικοδομή των θείων μου στην αγορά. Δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο αυτό το οικογενειακό τραπέζι.
   Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Αλεξανδρούπολη στον παππού και την γιαγιά από την μαμά μου. Εκεί ήταν πολύ διαφορετική η ζωή. Οι παππούδες είχαν καταγωγή από τη Πόλη. Άλλες συνήθειες. Και πολύ ωραίες αναμνήσεις.
   Από το σχολείο δεν είχα τραυματικές εμπειρίες. Ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω τα καμώματα της Γιόλας της δασκάλας μας στην Γ΄ Δημοτικού. Η Γιόλα είχε μια βίτσα από ξύλο κρανιάς. Ήταν σκαλιστή με σουγιά με ένα καλαίσθητο σχέδιο. Όλα τα παιδιά είχαμε την επιβράβευσή μας με κάθε ευκαιρία. Εγώ μόλις είχα επανέλθει στο σχολείο, μετά από μια μακροχρόνια απουσία μου, μετά την ανάρρωσή μου από μια πολύ βαριά ασθένεια. Η μαμά μου με βοηθούσε στα μαθήματά μου για να αναπληρώσω τα κενά μου. Είχαμε να γράψουμε ένα κείμενο για το ναυτόπουλο, ένα ποίημα. Η μαμά μου εξήγησε με τον τρόπο της αυτό που με κάθε ευκαιρία μας μάθαινε, για τους προνομιούχους και μη προνομιούχους στην δουλειά, στην ζωή και παντού. Έγραψα λοιπόν για το ναυτόπουλο, που με τα μάτια μου έβλεπα έναν ήρωα, που η ζωή του τα έφερε δύσκολα και δούλευε από παιδί και μάλιστα σε μια δουλειά πολύ σκληρή και καθόλου κατάλληλη για ένα παιδί. Η Γιόλα βέβαια είχε μάλλον διαφορετική άποψη και με ξυλοφόρτωσε με δυο βιτσιές, μια στο κάθε χέρι. Όταν γύρισα σπίτι και με ρώτησε η μαμά μου τα σχετικά, μου έδωσε να καταλάβω ότι πρέπει να διεκδικήσω μια εξήγηση, δηλαδή να ζητήσω να μας γράψει ένα παράδειγμα, για να ξέρουμε τι θα πρέπει να γράφουμε σε ανάλογες εργασίες. Η Γιόλα έγραψε στον μαυροπίνακα για την θάλασσα την φουρτουνιασμένη και την λεβεντοπνίχτρα. Δεν τόλμησε να με ξυλοφορτώσει άλλη φορά.
   Μάλλον είχα πολύ καλά παιδικά χρόνια, γι αυτό κι όταν ήλθαν τα δύσκολα μετά τα 20, έκανα τους αγώνες μου και τα κατάφερα.

1 comment: