Του Παντελή Γουλάρα
Να 'μαι λοιπόν μαθητής στο 1ο Δημοτικό σχολείο, το σημερινό Δημαρχείο. Για την ακρίβεια μαθητής νηπιαγωγείου, αλλά για ένα άγνωστο σε μένα λόγο, συνηθίζαμε να λέμε ότι πάμε στο δημοτικό σχολείο, κι όταν μας ρωτούσαν, “τι τάξη”, απαντούσαμε “στη νήπια τάξη”. Θυμάμαι δασκάλα μας (νηπιαγωγός) ήταν η κυρία Αθηνά, μία γεμάτη ψηλή κυρία που τα περισσότερα παιδιά την έτρεμαν. Κι εγώ κάπου – κάπου.
Να 'μαι λοιπόν μαθητής στο 1ο Δημοτικό σχολείο, το σημερινό Δημαρχείο. Για την ακρίβεια μαθητής νηπιαγωγείου, αλλά για ένα άγνωστο σε μένα λόγο, συνηθίζαμε να λέμε ότι πάμε στο δημοτικό σχολείο, κι όταν μας ρωτούσαν, “τι τάξη”, απαντούσαμε “στη νήπια τάξη”. Θυμάμαι δασκάλα μας (νηπιαγωγός) ήταν η κυρία Αθηνά, μία γεμάτη ψηλή κυρία που τα περισσότερα παιδιά την έτρεμαν. Κι εγώ κάπου – κάπου.
Υπάρχουν
περιστατικά που θυμάμαι πολύ έντονα
από το νηπιαγωγείο. Μια φορά μας είχε
ζητήσει να ζωγραφίσουμε στο σπίτι, μια
οικογένεια. Τον μπαμπά, τη μαμά και το
παιδί. Οι ικανότητές μου στη ζωγραφική
ήταν (και είναι ακόμα μηδενικές). Αντίθετα
της μητέρας μου, έπιανε το χέρι της.
Πιστεύοντας λοιπόν ότι θα ήταν καλύτερα
να έκανε τη ζωγραφιά η μητέρα μου, της
το ζήτησα, τόσο επίμονα που στο τέλος κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις της. Την άλλη
μέρα, γεμάτος χαρά γιατί είχα μια ωραία
ζωγραφιά, πήγα στο σχολείο. Η κυρία Αθηνά
άρχισε να εξετάζει μία-μία τις ζωγραφιές
περνώντας από κάθε θρανίο. Παρατήρησα
ότι κάποιες ζωγραφιές τις έσκιζε χωρίς
να καταλάβω το γιατί. Υπέθεσα ότι θα
έκρινε, πως δεν θα ήταν καλές κι έτσι
ήσυχος περίμενα τη σειρά μου. Όταν έφτασε
στο δικό μου θρανίο, πήρε τη ζωγραφιά
μου στα χέρια της και με ρώτησε με το
γνωστό αυστηρό ύφος της. “Ποιος έκανε
τη ζωγραφιά;” Αδύνατο να πω ψέμματα.
Έσκυψα κοκκινίζοντας το
κεφάλι και
απάντησα “Η μαμά μου”. Κι αμέσως, χραπ!
Κι η ζωγραφιά μου βρέθηκε δυο κομμάτια
στο πάτωμα. Μάθημα ζωής. Ήταν σαν να μας
έλεγε με τον τρόπο της, να στηριζόμαστε
στις δικές μας δυνάμεις, ανεξάρτητα από
το αποτέλεσμα. Μας έδωσε όμως τη δυνατότητα
της δεύτερης ευκαιρίας. Υποχρεωθήκαμε
να φέρουμε την επόμενη μέρα την πραγματικά
δική μας ζωγραφιά, κάτι στραβές γραμμές
για χέρια και για πόδια και κάτι
ατσούρμπαλους κύκλους για σώμα και για
κεφάλι. Κι αμοιφθήκαμε, έστω και
καθυστερημένα με το δεκάρι. Το μάθημα
όμως το πήραμε.
(Ο χορός του τέλους της σχολικής χρονιάς. Εκεί στο κέντρο μπροστά από τη τζαμαρία της βιβλιοθήκης, ξεπετάγεται το δικό μου το κεφάλι. Αριστερά μου, πίσω από την κορδέλα της συμμαθήτριας, μόλις φαίνεται ο Στέφανος. Η κυρία Αθήνα στο βάθος, η ψηλότερη και επιβλητικότερη απ' όλες τις κυρίες στην αίθουσα).
Ένα δεύτερο
περιστατικό, ήταν αυτό που συνέβη τις
απόκριες. Μας είχε ζητήσει να έρθουμε
στο σχολείο, ντυμένοι καρναβάλια. Εγώ,
μη θέλοντας να επιβαρύνω το σπίτι
(περνούσαμε δύσκολα τότε) δεν ζήτησα να
ντυθώ, και πήγα στο σχολείο με τα
καθημερινά ρούχα. Εκ των υστέρων βέβαια
διαπίστωσα, ότι έστω κι ένα καουμπόικο
καπέλο έφτανε, αλλά πού να το φανταστώ;
Μαζί μου και δυο-τρία ακόμη παιδιά, ήρθαν
με τα καθημερινά ρούχα τους. Παίρνει
λοιπόν η καλή κυρία Αθηνά, όλα τα παιδιά
που ήταν ντυμένα καρναβάλια ή είχαν
έστω κάτι καρναβαλίστικο επάνω τους,
και τα βγάζει στην αυλή του σχολείου
για να βγουν φωτογραφία. Εμάς τους
δυο-τρεις, μας έδωσε εντολή να περιμένουμε
στην τάξη, μέχρι να τελειώσει η φωτογράφηση.
Πόσο μου κόστισε αυτή της η ενέργεια,
δεν λέγεται. Πηδούσαμε με τους υπόλοιπους,
για να φτάσουμε τα παράθυρα (ήταν ψηλά
για το μπόι μας) έστω για να δούμε έξω,
πώς φωτογραφίζονταν οι υπόλοιποι. Αλλά
αποτέλεσμα μηδέν.
Όταν διακόψαμε
για το Πάσχα, μας είχε ζητήσει, επιστρέφοντας
να ξέρουμε το Χριστός Ανέστη. Το ξέχασα
και δεν το έμαθα. Ή μάλλον, κάτι λέξεις
είχα μάθει ακούγοντάς το στην εκκλησία,
αλλά δεν το θυμόμουν ολόκληρο. Εκείνη
όμως, μόλις επιστρέψαμε από τις διακοπές
στο σχολείο, βάλθηκε να μας εξετάζει
έναν – έναν για να δει αν το μάθαμε. Ήρθε
κάποια στιγμή και η σειρά μου να σηκωθώ
στον πίνακα. Αρχίζω: “Χριστός Ανέστη”
εγώ και κολλάω. “Εκ” αυτή, “νεκρών”
εγώ, “θανάτω” αυτή, “θάνατον πατήσας”
εγώ, “και τοις εν τοις μνήμασι” αυτή,
“ζωήν χαρισάμενος” κλαίγοντας πια
εγώ. Και στο τέλος μου λέει: “Αφού το
ήξερες, γιατί κλαις;” Τόμπολα.
Και ήρθε η ώρα
να τελειώσει η “νήπια τάξη”. Θα τελείωνε
όμως με μια γιορτή. Όλα τα πιτσιρίκια,
θα συμμετείχαν με έναν χορό, που θα τον
χορεύαμε σε ζευγάρια. Ένα αγόρι, ένα
κορίτσι. Όλος αγωνία περίμενα κι εγώ,
να δω ποια θα μου τύχει να χορέψουμε
μαζί. Μέσα μου παρακαλούσα να ήταν η Κ.,
που πίστευα ότι χόρευε καλύτερα απ'
όλες, και ήμουν μυστικά ερωτευμένος
μαζί της. Έλα όμως που τα αγόρια ήταν
περισσότερα απ' τα κορίτσια. Κι έλα που
η κυρία Αθηνά αποφάσισε ότι τα αγόρια
που περίσσευαν, ήταν εγώ και ο Στέφανος,
ένα παιδί της γειτονιάς μου. Έτσι όλα
τα ζευγάρια αποτελούνταν από ένα αγόρι
κι ένα κορίτσι, εκτός από ένα που το αποτελούσαμε
εγώ κι ο Στέφανος. Και μας έβαλε πίσω-πίσω,
για να μη φαινόμαστε στη φωτογραφία.
Της τη σκάσαμε όμως. Όταν άναψε το φλας
του φωτογράφου, δυο κεφάλια στο βάθος,
το δικό μου στα δεξιά και του Στέφανου
στ' αριστερά, πετάγονται πίσω από το
πλήθος και κοιτάζουν ίσα κατά το φακό.
Σ' αυτή τη φωτογραφία καταφέραμε και
μπήκαμε στο κάδρο. Ήταν μια νίκη όσο και
να πεις.
Καλή δασκάλα η
κυρία Αθηνά. Μας μάθαινε πράγματα, είναι
αλήθεια. Αλλά δεν μπόρεσα να τη συγχωρήσω,
για τη φωτογραφία της αποκριάς και για
την κατανομή του χορού στο τέλος της
χρονιάς. Αν και τώρα πια, όλα αυτά,
περισσότερο σαν αστεία μου φαίνονται.
No comments:
Post a Comment