Thursday, 2 February 2017

Γράμμα απ' το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Μαθητής Δημοτικού ακόμα)

Του Παντελή Γουλάρα
   

   Το πέρασμα από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό ήταν εύκολο. Αυτό οφείλονταν πρώτα – πρώτα, στην εξαιρετική δασκάλα που έτυχε να μας αναλάβει στην 1η τάξη του Δημοτικού. Ήταν η κυρία Αγγελική Γαλάνη. Μας κράτησε μέχρι το τέλος της 2ας τάξης. Δεν ξανάκουσα γι' αυτήν μετά την αποχώρησή της από το σχολείο. Πιθανότατα πήρε μετάθεση για σχολείο άλλης πόλης. Ο δεύτερος παράγοντας που διευκόλυνε την ένταξή μου στο Δημοτικό, ήταν η ευχέρειά μου στο διάβασμα.
    Εδώ πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση. Είχα την τύχη, να έχω μεγαλύτερα αδέλφια που πήγαιναν στο σχολείο. Χάρη στον μεγάλο μου αδελφό, είχα μάθει να διαβάζω από πολύ μικρός, σχεδόν λίγο μετά το κλείσιμο των τριών μου χρόνων. Και μιας και έμαθα, βάλθηκα να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Αγαπημένο μου ανάγνωσμα, η εφημερίδα που καθημερινά αγόραζε ο πατέρας μου. Κι αυτό σήμαινε επί πλέον, ενημέρωση επί παντός επιστητού εκείνη την εποχή! Πολλές φορές με την ικανότητά μου στο διάβασμα, κέρδιζα το κέρασμά μου, τις Κυριακές, στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί με τον πατέρα μου. Οι θαμώνες έκπληκτοι από την ικανότητα ενός πιτσιρικά σαν εμένα, να διαβάζει εφημερίδα, μου ζητούσαν, με αμοιβή ένα υποβρύχιο ή μια πορτοκαλάδα, να διαβάσω και τα πιο μικρά γράμματα που υπήρχαν στην εφημερίδα. Κλείνει η παρένθεση.



(Αναμνηστική φωτογραφία στο τέλος της Α΄ τάξης του Δημοτικού. Εγώ όρθιος δεξιά, παίζοντας με τα κουμπιά του πουκαμίσου μου)

    Εκείνο που μου έχει μείνει έντονα στη μνήμη, από τα χρόνια της 1ης και 2ας τάξης του Δημοτικού, είναι ο τρομερός χειμώνας του τέλους του Δεκέμβρη '62 – Γενάρη '63. Οι διακοπές των Χριστουγέννων, τα υπερβολικά πολλά χιόνια και η πολυήμερη απεργία των δασκάλων, μας κράτησε στο σπίτι για περισσότερο από ένα μήνα. Κι εμείς, άλλο που δεν θέλαμε. Στρωθήκαμε στα παιχνίδια με το χιόνι και στον χιονοπόλεμο και γυρνούσαμε στο σπίτι, κατάκοποι το σούρουπο, με μύτες κατακόκκινες και χέρια ξυλιασμένα (δεν είχαμε και γάντια, αλλά και να είχαμε δεν θα πρόσφεραν καμία προστασία).
   Η 3η τάξη μας έτυχε σε μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά. Ήταν η χρονιά με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις (Νοέμβριο 1963 και Φεβρουάριο 1964) και τις δυο απανωτές εκλογικές νίκες της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Δασκάλα μας η Γιόλα, δεσποινίς μεγάλης ηλικίας και αδερφή βουλευτή της ΕΡΕ. Στην τάξη την αποκαλούσαμε “δεσποινίς” ή “κυρία” αλλά μεταξύ μας τα παιδιά, στις συζητήσεις μας, τη λέγαμε απλώς Γιόλα. Είχα ακούσει γι' αυτήν από τον δεύτερο αδερφό μου, που έτυχε να την έχει δασκάλα σε προηγούμενη χρονιά και τα όσα άκουσα δεν μου άρεσαν καθόλου.
    Στο κτίριο του σχολείου, οι αίθουσες που προορίζονταν για χρήση από το 1ο Δημοτικό, ήταν περιορισμένες και δεν έφταναν για τις 6 τάξεις. Έτσι, οι τρεις μεγαλύτερες τάξεις πήγαιναν στο σχολείο το πρωί και οι τρεις μικρότερες το απόγευμα. Το πρώτο λοιπόν απόγευμα της καινούργιας χρονιάς, μπήκε η καινούργια δασκάλα στην τάξη. Και για να καταλάβει σε ποιο επίπεδο βρισκόμασταν μας έβαλε να διαβάσουμε φωναχτά ένα απόσπασμα από το αναγνωστικό. Διάβασα δυνατά και καθαρά όπως πάντα και φάνηκε ότι την εντυπωσίασα. Μόλις τελείωσα μου είπε: “Εσύ παιδί που πιάνεις πουλιά στον αέρα! Πώς λέγεσαι;” “Γουλάρας κυρία” απάντησα. “Α...” ήρθε αμέσως η αντίδρασή της. Βλέπετε, το όνομα λόγω παρελθόντος, δεν της ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη.     Λίγες μέρες μετά και κατόπιν απαίτησής της, η τάξη μεταφέρθηκε στο πρωινό ωράριο. Κι επειδή δεν υπήρχε αίθουσα να μας δεχτεί, μετατράπηκε μια αποθήκη, που βρίσκονταν σε μια άκρη της αυλής του σχολείου, σε αίθουσα διδασκαλίας. Μια αίθουσα που έσταζε νερά από το ταβάνι όταν έβρεχε και που στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, δεν ζεσταίνονταν με τίποτα. Ή τουλάχιστον εμείς, “η τσακαλαρία” που καθόμασταν στα τελευταία θρανία, δεν καταλαβαίναμε τη ζεστασιά της ξυλόσομπας που βρίσκονταν μπροστά, κοντά στην έδρα της δασκάλας μας.
   Η αίθουσα αυτή, λειτούργησε και ως άτυπο βουλευτικό γραφείο του αδερφού της, αλλά και κάποιες φορές και ως χώρος προπαγάνδας από μέρους της, με αποδέκτες εμάς τους μαθητές, εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την προτροπή της, να πούμε τους πατεράδες μας να ψηφίσουν Καραμανλή στις εκλογές του ΄63 “διότι ο Παπανδρέου είναι κομμουνιστής κι αν βγει θα μας σφάξει όλους”. Αλλά κι εμείς ήμασταν διαόλια. Έτσι μία απ' αυτές τις μέρες της προπαγάνδας κι αφού τελείωσε ξανά, με την προτροπή για την ψήφιση του Καραμανλή, πέντε σαΐνια των τελευταίων θρανίων (μεταξύ τους κι εγώ) αρχίσαμε να φωνάζουμε ρυθμικά: “Πα-πα-νδρέ-ου, Πα-πα-νδρέ-ου”...
   Θεέ μου, τι ξύλο ήταν αυτό! Μ' εκείνη τη βίτσα της κρανιάς αλλά και με ένα χοντρό τετραγωνισμένο χάρακα, άρχισε να μας χτυπάει, στα χέρια, στην εξωτερική πλευρά της παλάμης, πάνω στα κόκαλα και τις φλέβες, στα πόδια, γάμπες και πίσω από τα γόνατα. Κι εμείς όμως ανθεκτικοί. Μπορεί να μας ξέφευγε κανένα δάκρυ, αλλά σε γενικές γραμμές περάσαμε την μπόρα με αξιοπρέπεια. Την επομένη, ένας συμμαθητής μας (όχι από τους πέντε) για να την εξευμενίσει, έφερε στην τάξη μια φωτογραφία του Καραμανλή και την κρέμασε στον τοίχο. Κατά κακή του τύχη όμως, εκείνη την ημέρα, η δασκάλα μας δεν ήρθε, δήλωσε άρρωστη, και την τάξη την ανέλαβε ένας αναπληρωτής, που διέταξε το κατέβασμα της φωτογραφίας αμέσως μόλις την είδε.
   Τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων, είναι προφανές ότι δεν της άρεσαν, παρά την εκλογή του αδελφού της. Της έδωσε μόνο κάποια χαρά, η επίσκεψη του Βασιλιά, την άνοιξη του 1964. Βέβαια η εντολή του Διευθυντή του σχολείου ήταν, να πάνε στην υποδοχή μόνο οι τρεις μεγάλες τάξεις. Εμείς μέναμε απ' έξω. Τότε η Γιόλα, αφού περίμενε να φύγουν όλες οι τάξεις μαζί με τους δασκάλους, μας μάζεψε στην αίθουσα και μας είπε, ότι κι εμείς θα πάμε στην υποδοχή κρυφά, θα παραταχθούμε δε, σε σημείο διαφορετικό απ' αυτό που θα πάει το υπόλοιπο σχολείο. Μας απαγόρευσε μάλιστα να πούμε ότι θα πάμε ή ότι πήγαμε, σε κανέναν, ούτε καν στο σπίτι μας ή σε μαθητές άλλων τάξεων που κάναμε παρέα. Και πήγαμε. Και είδαμε και το Βασιλιά με τη Βασίλισσα. Και επιστρέψαμε πριν από το υπόλοιπο σχολείο. Θυμάμαι βέβαια τον εαυτό μου, στο δρόμο της επιστροφής από το σχολείο στο σπίτι, να προσπαθώ να το πω, στα παιδιά της γειτονιάς που πήγαιναν στις άλλες τάξεις, κι έναν “νομοταγή” συμμαθητή μου να μου λέει επιτιμητικά: “Παντελή, τι είπαμε;”
   Γενικά στο σχολείο ήμουν από τους άτακτους (αν και καλός στα μαθήματα) μαθητές. Σχεδόν καθημερινά, μια ξυλιά, δεν την απέφευγα. Αλλά είχα και αχαλίνωτη φαντασία, τέτοια, που πολλές φορές, στην έκθεση, ξέφευγε από τις νόρμες της καλής γραφής. Θυμάμαι μια φορά μας είχε βάλει η δασκάλα μας (πάντα στην 3η τάξη) να γράψουμε έκθεση με θέμα την Επανάσταση του 21. Εκείνες της μέρες, εγώ, έτυχε να διαβάσω σ' ένα περιοδικό, την ιστορία του Μάρκου Μπότσαρη. Εντυπωσιασμένος από τη δράση του, ξεκίνησα την έκθεσή μου, κι αφού έκανα τη γνωστή εισαγωγή, περί 25ης Μαρτίου, Αγίας Λαύρας και Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνέχισα: “Στην Επανάσταση συμμετείχε όμως και ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο Μάρκος Μπότσαρης...” και συνέχισα να γράφω με μυθιστορηματικό τρόπο τη βιογραφία του Μάρκου Μπότσαρη και τα κατορθώματά του μέχρι τον ηρωικό του θάνατο, γεμίζοντας σελίδες και σελίδες, την ώρα που οι συμμαθητές μου είχαν τελειώσει. Περιττεύει φυσικά να σημειώσω ότι αυτή μου η έκθεση, βαθμολογήθηκε με ένα στρογγυλό μηδενικό.
    Έτσι κάπως πέρασε η 3η τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με τις περιπέτειές μας με τη δασκάλα μας, τη Γιόλα, και με την μικρή εκπαιδευτική άνοιξη που ξεκίνησε το Μάρτη του 1964 και συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά αλλά, διακόπηκε πολύ πρόωρα από τα τανκς. Αλλά γι' αυτά, άλλη φορά.



















No comments:

Post a Comment