Monday 20 February 2017

Γράμμα από την Αθήνα. Κυψέλη - Ταξίδι στην γειτονιά των παιδικών μου χρόνων


Της Μαρίας Κορτέση


      Σαν να μην πέρασε μια μέρα... Το σπίτι μου, εκεί που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, παραμένει αλώβητο από τον χρόνο, στο δρόμο - σκάλα, την οδό Σαντοβίτσης στην Κυψέλη. Διώροφο, με πράσινα παντζούρια στα μικρά του μπαλκονάκια και μαύρο σιδερένιο σκελετό και αδιάφανο κρύσταλλο στην εξώπορτα.
     Μόνο ο δρόμος άλλαξε. Τα διώροφα σπίτια με τις αυλές και την ξεχωριστή ομορφιά του το καθένα χάθηκαν και τη θέση τους πήραν συνηθισμένες, απρόσωπες πολυκατοικίες. Άλλαξαν όμως και τα σκαλιά του δρόμου. Σήμερα είναι μια όμορφη σκάλα με καλοφτιαγμένα συμμετρικά σκαλοπάτια, ενώ στις δύο πλευρές της υπάρχουν παρτέρια με όμορφα λουλούδια και δέντρα.
     Τότε τα σκαλοπάτια ήταν εντελώς ασύμμετρα. Άλλα ψηλότερα, άλλα χαμηλότερα, άλλα στρωμένα με τσιμέντο και άλλα με πέτρες. Μερικά στα παιδικά μου μάτια φαίνονταν τεράστια και σχεδόν σκαρφάλωνα για να φτάσω στην είσοδο του σπιτιού μου.
     Το χειρότερο όμως ήταν όταν έβρεχε. Ο δρόμος μας μετατρεπόταν σε χείμαρρο που πάνω στις πέτρες των σκαλοπατιών εναπόθετε και άλλες που κουβαλούσε από την πάνω γειτονιά. Αν τύχαινε εκείνη να γυρίζω από το σχολείο την ώρα της νεροποντής, παιδάκι της Α΄ – Β΄ Δημοτικού, έπρεπε να καταβάλω προσπάθεια για να μη με πάρει το ρέμα που σχηματιζόταν, κρατώντας πάντα ψηλά την σχολική μου τσάντα για να μη βραχούν τα βιβλία, ενώ τα μικρά μου ποδαράκια έπλεαν στις γαλότσες μου, που γέμιζαν νερό. Όταν έφτανα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές ήμουν ολόκληρη μούσκεμα.

     Το μεγαλύτερο παράπονό μου, όμως, ήταν πως στο δρόμο του σπιτιού μου δεν υπήρχαν παιδιά, εκτός βέβαια από την αδελφή μου και μια συμμαθήτριά της, που ήταν μεγαλύτερες με άλλα ενδιαφέροντα και έτσι εγώ δεν είχα κανέναν να παίξω.


(Με τη γιαγιά και την αδελφή μου, στο χώρο των παιχνιδιών μου, τη μικρή αυλή του σπιτιού)

     Πριν ακόμα αρχίσω να πηγαίνω σχολείο, καθώς οι γονείς μου δούλευαν και έμενα στο σπίτι με τη γιαγιά, τα πρωινά περνούσα πολλές ώρες στο μικρό δωμάτιο της, παρακολουθώντας την να πλέκει ή να ράβει. Όταν είχε διάθεση μου έλεγε παραμύθια για βασιλοπούλες και πριγκιπόπουλα, ή ακόμη μου μιλούσε για το πατρικό της σπίτι και την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη. Αυτές οι διηγήσεις με συνέπαιρναν, καθώς ένιωθα να συγκρούονται τα συναισθήματα και να αλλάζει συνεχώς η διάθεσή της. Μέσα σε κάθε περιγραφή, όσο ευχάριστη κι αν ήταν υπήρχε και ο φόβος για τους Τούρκους που έκαναν επιθέσεις σε σπίτια Ελλήνων, και κακοποιούσαν τις κοπέλες αν τύχαινε να τις βρουν μόνες τους στο δρόμο.
     Όταν έβλεπα ότι η γιαγιά μου δεν είχε όρεξη για κουβέντα πήγαινα... επίσκεψη στη συνταξιούχο δασκάλα που έμενε πάνω από μας. Ήταν μια γυναίκα που το αυστηρό πρόσωπό της ήταν σε απόλυτη αρμονία με την εικόνα του σπιτιού της. Τα ογκώδη έπιπλα, οι βαριές κουρτίνες και η τεράστια βιβλιοθήκη μου προκαλούσαν δέος και εκείνη κατέβαλε προσπάθεια για να μου δείχνει την αγάπη της, καθώς η εκδήλωση τέτοιων συναισθημάτων ήταν εντελώς ξένη στον χαρακτήρα της. Το... παιχνίδι μας ήταν να της λέω τα μαθήματα της αδελφής μου. Τα απογεύματα πίεζα την αδελφή μου να διαβάζει τα θεωρητικά μαθήματα δυνατά, παρότι δεν της άρεσε καθόλου αυτό, τα μάθαινα ακούγοντας την και τα έλεγα στη μοναδική φίλη μου, την κυρία Περακάκη. Εκείνη με άκουγε με προσοχή και πότε πότε μια υποψία χαμόγελου βάζοντας μου και βαθμό.


(Το σπίτι μου)

     Τα δικά μου μαθήματα όταν πήγα σχολείο, δεν μου άρεσε καθόλου να τα διαβάζω. Μάλιστα στην πρώτη δημοτικού έκανα και το πρώτο μου σκονάκι. Έγραψα στην κασετίνα μου την ορθογραφία. Το πως γινόταν το σκονάκι μου το είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια ένας φοιτητής που έμενε απέναντί μας. Το κακό ήταν ότι μόλις το έφτιαξα, το είπα με καμάρι στη μάνα μου. Η αντίδρασή της ήταν τέτοια που όχι μόνο εκείνο πήγε αδικοχαμένο, αλλά ποτέ στη ζωή μου δεν αντέγραψα.
     Την απόλυτη ησυχία του δρόμου μας, αφού από εκεί δεν περνούσε κανένας, εκτός από τους κατοίκους των λίγων γειτονικών σπιτιών, διέκοπταν μόνο οι φωνές των πλανόδιων τεχνιτών και μικροπωλητών, επαγγελμάτων που σήμερα έχουν χαθεί, που περνούσαν από τη διασταύρωση στο κάτω μέρος της σκάλας.
     «Έλα γανωτζή, γανωτζήηη» ήταν το... σύνθημα του γανωματή για την προσέλκυση της πελατείας του και συναγωνιζόταν στην ένταση της φωνής με τον καρεκλά, που έπλεκε καινούργιες ψάθες για τις χαλασμένες καρέκλες. Καθημερινά περνούσε και ο τυροπιτάς που φώναζε «τυρόπιτες ζεστές» και το εννοούσε, αφού το φορητό αυτοσχέδιο φουρνάκι του είχε στο κάτω μέρος ένα συρτάρι με κάρβουνα και οι τυρόπιτες ήταν κυριολεκτικά καυτές. Αλλά και ο «μαχαίρια , ψαλίδια ακονίζω» και ο «παλιατζήηης όλα τα παλιά αγοράζω» με τις χαρακτηριστικές φωνές τους ήταν τακτικότατοι επισκέπτες της γειτονιάς.


(Οδός Σαντοβίτσης, ο δρόμος με τα σκαλοπάτια)

     Σε εκείνη τη διασταύρωση σταματούσε πάντα και ο Γύφτος με την αρκούδα ή τη μαϊμού. «Μην πλησιάσεις ποτέ, μπορεί να σε πάρει» μου έλεγε η γιαγιά μου και εγώ όταν τον έβλεπα απομακρυνόμουν από φόβο.
     Σ΄ αυτό το σπίτι, αποκτήσαμε και το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Την καταπληκτική αυτή, ηλεκτρική συσκευή που εξασφάλιζε κρύο νερό και δροσερά φρούτα όλο το καλοκαίρι και προπαντός μας γλίτωνε από το χτύπημα του κουδουνιού κάθε πρωί από τον παγοπώλη και την προσπάθεια της μάνας μου να μεταφέρει γρήγορα τον πάγο στο σπίτι όταν ο καιρός ήταν ζεστός , πριν αρχίσει να λιώνει στις σκάλες.
     Αξέχαστη μου έχει μείνει και η άφιξη του πρώτου μας πικάπ που συνοδευόταν και από έναν δίσκο 33 στροφών του Cliff Richard. Με την αδελφή μου δεν χορταίναμε να τον ακούμε. Ήταν γιορτές Χριστουγέννων και για μέρες ολόκληρες έπαιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ευτυχώς άντεξε και αυτός και η βελόνα.
     Ο δικός μου κόσμος όμως ήταν μια γωνίτσα κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο, στην μικρή πίσω αυλή του σπιτιού. Όταν ο καιρός ήταν καλός μετέφερα εκεί τις κούκλες μου με ολόκληρη την την «προίκα» τους. Ένα σωρό φουστανάκια, μπλουζάκια, σεντονάκια, πετσετούλες, όλα φτιαγμένα από τα χέρια της γιαγιάς μου. Εκεί έστηνα τον δικό μου κόσμο, και η μικρή γωνίτσα μεγάλωνε κάθε φορά ανάλογα με τις διαθέσεις της φαντασίας μου.
     Από το σπίτι αυτό, που είχα αγαπήσει πολύ, αναγκαστήκαμε να φύγουμε όταν η γιαγιά μου δεν μπορούσε να ανεβεί πια τη σκάλα.
     Πριν από λίγο καιρό επιστρέφοντας μετά από πάνω 50 χρόνια για μόνιμη εγκατάσταση στην Κυψέλη, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να μπορούσα να μείνω και πάλι εκεί. Τώρα πια όμως είμαι εγώ κοντά στην ηλικία της γιαγιάς...



No comments:

Post a Comment