Του Νίκου Θεοδωράκη
Δώδεκα
χρονώ ήμουνα τότε. Λίγο πριν βγω από το
Δημοτικό και μπω στο Γυμνάσιο. Το σπίτι
μας, ένα υπόγειο σε ένα τρίπατο αρχοντικό
της Πατησίων, με μαρμάρινες σκάλες και
ψηλή βαριά δίφυλλη εξώπορτα που σε
έμπαζε στο υπερυψωμένο ισόγειό του και
από τη μαρμάρινη σκάλα ανέβαινες στα
πάνω πατώματα, όπου έμενε η ιδιοκτήτρια,
η καλή Κυρία Σ. με τα -πιο μεγάλα- από
μένα παιδιά της, αφού ο Κύρης της είχε
φύγει από τη ζωή αφήνοντάς τους μεγάλη
περιουσία.
Ο
πατέρας μου θαλασσοδερνόταν με τα
καράβια, κατώτερο πλήρωμα ήταν, εργάτης
της θάλασσας, και 5-6 φορές το χρόνο τον
βλέπαμε για λίγες μέρες κάθε φορά και
μας έφερνε καλούδια για να τα φορέσουμε
ή να παίξουμε μαζί τους, μέσα σε κάτι
μεγάλες τσάντες με ξένα γράμματα που
δε μπορούσα, δεν ήξερα, να τα διαβάσω
αλλά ταξίδευαν τα παιδικά μου όνειρα
σε έναν άλλο κόσμο. Το "φωταγωγημένο"
και "πλούσιο" κόσμο της Αμερικής
που τον έβλεπα στις κάρτες που μας
έστελνε με το ταχυδρομείο! Είχε μπαρκάρει
από ανάγκη για να ξοφλήσει τα χρέη που
του άφησε το μαγαζί -ένα καφενεδάκι στο
Φάληρο, στην παραλία κάπου απέναντι από
το γήπεδο Καραΐσκάκη- που το είχε ανοίξει
"για να γίνουμε και μεις άνθρωποι",
όπως μου έλεγε τα κατοπινά χρόνια που
μεγάλωσα, αλλά έπεσε έξω...
Γιατί
αυτός ο πρόλογος με τις μνήμες;
Γιατί
μου ήρθαν στο μυαλό όταν είδα στο
χρονολόγιο μιας πολύ καλής μου φίλης
(φίλης και στην πραγματική μας ζωή) της
Έφης, μια ανάρτηση με ψυγεία πάγου, σαν
και κείνο που μας είχε αγοράσει και το
'χαμε καμάρι. Ένα ψυγείο "Χιών" με
βρυσάκι. Η μάνα μου το 'χε βάλει σε μια
γωνιά του σπιτιού και το 'χε στολίσει
με ένα πολύχρωμο κεντητό σεμεδάκι και
πάνω σ' αυτό ένα δίσκο με μια κανάτα και δυο ποτήρια νερού. Κάτω από το σεμεδάκι
σκέπαζε τα λιγοστά λεφτά μας, κέρματα
θυμάμαι, δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια
και δραχμές. Χαρτονομίσματα δεν έχω στη
θύμησή μου πάντως. Φτωχικές εποχές. Σαν
και σήμερα ένα πράμα...
(Φωτογραφία από το blog Απίθανα μολύβια Ν. Απολλωνίας)
Κάθε
μεσημέρι, με το που γύριζα από το σχολείο
και άφηνα τη σάκα μου στο τραπέζι -ένα
τραπέζι για όλες τις δουλειές είχανε
τότε όλα τα σπίτια...- πήγαινε στο ψυγείο,
σήκωνε το σεμεδάκι και μου 'δινε μια
δραχμούλα και μια εικοσάρα για να πάω
στο φούρνο να αγοράσω μια φρατζόλα ψωμί
για να φάμε ο μικρός αδερφός μου, εγώ
και κείνη, με το μεσημεριανό και βραδινό
μας φαγητό. Μέχρι που ένα μεσημέρι,
σηκώνοντας το σεμεδάκι βρήκε μόνο τη
μια δραχμή και όσο και αν έψαξε στο σπίτι
δε βρήκε την εικοσάρα που έλειπε.... Με
βουρκωμένα τα μάτια της με πλησίασε και
με κόμπο στη φωνή της, θυμάμαι, μου είπε
"δεν πειράζει αγόρι μου, πάρε μισή
φρατζόλα ψωμί".
Τσάκισε
η παιδική μου καρδούλα, η ψυχή μου με
μιας αλλοιώτεψε!
Κράτησα
τα δικά μου δάκρυα μέχρι που βγήκα από
το σπίτι και στο δρόμο τα άφησα ελεύθερα
κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
Αναρωτήθηκα
φωναχτά "Γιατί;"
Πήγα
στο φούρνο, γύρισα, φάγαμε, διάβασα, την
άλλη μέρα πήγα στο σχολειό μου. Σε ένα
μέρος δεν ξαναπήγα ποτέ! Στο κατηχητικό
που με στέλνανε στον Αγ. Ανδρέα Πατησίων,
εκεί που ο παππούλης μου ο Νίκος ήταν
καντηλανάφτης. Κάτι είχε σπάσει μέσα
μου και στην ανασύνθεσή του συνειδητοποίησα
μια για πάντα πως η κοινωνική μου θέση
είναι με τους πάρα πολλούς που τους
εκμεταλλεύονται οι πάρα πολύ λίγοι!
No comments:
Post a Comment