Monday 13 February 2017

Γράμμα από τη Θεσσαλονίκη. Οι υπέροχες Πολυγυρινές μου θείες και τα φιλόξενα σπίτια τους

Της Ελένης Δημητριάδου

     Γεννήθηκα στη δεκαετία του 50 στον Πολύγυρο. Ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου, όπου μεγάλωσε ουσιαστικά ορφανή από πατέρα, σε μια αγαπημένη οικογένεια με 6 αδελφές και ένα αδελφό. Ο πατέρας μου αντίθετα, γεννήθηκε στη Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας, ήρθε σε ηλικία 7 ετών με την ανταλλαγή στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε σε μια προσφυγική κατοικία στην Κάτω Τούμπα με τους γονείς και την αδελφή του. Αργότερα υπηρέτησε στον Πολύγυρο ως γεωπόνος. Ήμουν 3 ετών όταν πήρε μετάθεση, πρώτα για ένα σύντομο διάστημα στη Θεσσαλονίκη, και κατόπιν στη Βέροια, όπου έζησα ουσιαστικά την παιδική μου ηλικία για τα επόμενα 10 χρόνια.


(Δεύτερο από αριστερά το σπίτι που γεννήθηκα - Πίνακας της Ελένης Μαυρογιάννη, δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού "Πολύγυρος" τεύχος 86)


     Η Βέροια ήταν μέσα στην καρδιά μου – κι εξακολουθεί να είναι μετά από τόσα χρόνια. Εκεί ζούσα, πήγαινα σχολείο, είχα φίλους, αλλά.. δεν είχαμε συγγενείς, δικό μας σπίτι, δεν ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Η έλλειψη συγκεκριμένης, μοναδικής καταγωγής και επί πλέον πατρικού σπιτιού απασχολούσε πολύ έντονα τότε, τόσο εμένα όσο και τη μεγαλύτερη αδελφή μου. Θυμάμαι με πόσο θαυμασμό άκουσα κάποτε μια δήλωσή της : «Όταν θα πάμε στο σπίτι του παππού στη Θεσσαλονίκη, θα καθαρίσω πολύ καλά ένα κομμάτι στο πάτωμα και θα σκύψω να το φιλήσω». Βέβαια μπορεί το σπίτι του παππού και της γιαγιάς να χρησίμευε ως υποκατάστατο του πατρικού σπιτιού, αλλά ουσιαστικά δεν το είχαμε «ζήσει».

     Από το άλλο μέρος ο Πολύγυρος κάλυπτε μέσα μου ως ένα βαθμό την αίσθηση της καταγωγής, της πατρίδας. Μια συχνή πηγή πειραγμάτων της αδελφής μου, ήταν ότι εγώ ήμουν χωριάτισσα επειδή γεννήθηκα στον Πολύγυρο (και μάλιστα μέσα στο σπίτι), ενώ αυτή ήταν Θεσσαλονικιά γιατί έτυχε να γεννηθεί στο Βρεφοκομείο της πόλης. Το γεγονός αυτό υποδαύλιζε κάποια αισθήματα κατωτερότητας για την καταγωγή μου (εφόσον από την πλευρά του πατέρα μου, ό,τι είχε να κάνει με την πατρίδα του ήταν ακόμη θολό στο παιδικό μου μυαλό). Ωστόσο θυμάμαι ακόμη με συγκίνηση, πως όταν στην Ε΄ Δημοτικού ο δάσκαλός μας ο κ. Οικονόμου (με καταγωγή από τον Άγιο Πρόδρομο Χαλκιδικής) ζήτησε να επιλέξουμε ο καθένας μας από μια πόλη για να αλληλογραφήσουμε με ένα παιδί της ηλικίας μας, εγώ δήλωσα με παρρησία «Πολύγυρος», πράγμα που ξεσήκωσε δυσμενή σχόλια μεταξύ των συμμαθητών μου, που μάλλον περίμεναν να δηλώσω καμία από τις γνωστές τότε μεγάλες πόλεις. Παρ’ ολίγο να με πιάσουν τα κλάματα, αν δεν είχα την άμεση στήριξη του δασκάλου – που κατά βάθος αισθάνθηκε υπερήφανος ως Χαλκιδικιώτης: «Τιμάει την πατρίδα της» είπε. Αυτά τα λόγια κατοχύρωσαν στο μυαλό μου την καταγωγή μου.



     Ο Πολύγυρος φάνταζε ως μυθικός χώρος, που με αγκάλιαζε με περισσή ζεστασιά κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν με την οικογένειά μου, κάτι που έκανε να ξεχνώ σχεδόν αμέσως την αφάνταστη ταλαιπωρία με τις πολλές στροφές και τα τραντάγματα του δρόμου. Εκεί μας περίμεναν οι υπέροχες θείες μου, οι αδελφές της μητέρας μου με τις πολυμελείς οικογένειές τους η κάθε μια, για να μας φιλοξενήσουν διαδοχικά στα φανταστικά τους σπίτια. Αυτά τα σπίτια ήταν πράγματι «πατρικά». Να φανταστείς ότι το καθένα αποτελούσε μια γειτονιά μαζί με τα άλλα συγγενικά σπίτια των γαμπρών της οικογένειας. Έτσι χαρακτηριζόταν ως «Ντεάδ’κα», «Ταρκασάδ’κα», «Τσικουλάδ’κα» και «Μητσακανάδ’κα», όπως τα αποκαλούσαν με τη χαρακτηριστική βαριά πολυγυρινή προφορά. Καθένα ήταν σε διαφορετικό σημείο, πράγμα που μου επέτρεψε να αποκτήσω μια καλή ρυμοτομική αίσθηση του Πολυγύρου, αν και η περιπέτεια του να φτάσεις από το ένα σπίτι στο άλλο, στοίχειωνε για πάρα πολλά χρόνια τα όνειρά μου.


(Οι «Μανέδενες» με τις οικογένειές τους στην αυλή του Γυμνασίου του Πολυγύρου. Στην κάτω σειρά στο μέσο εγώ, πίσω ακριβώς η αδελφή μου, πιο πάνω με τα γυαλιά ο πατέρας μου και πίσω του, στην επάνω σειρά, η μητέρα μου.)

     Τα περισσότερα από τα σπίτια αυτά κάλυπταν τον πρώτο όροφο ενός οικήματος με μια εξωτερική σκάλα, ένα μπαλκόνι–χαγιάτι και ένα «κατώι» που χρησίμευε ως αποθήκη για τις ελιές και το λάδι, ως ψυγείο, στάβλος ή ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, να καλύπτει όλο το ισόγειο. Οι αυλές τους ήταν μεγάλες με ένα ψηλό τοίχο και μια καγκελόπορτα να προστατεύουν το σπίτι από το δρόμο.

     Το σπίτι της θείας Ευτέρπης δέσποζε στη γειτονιά, ψηλό και φωτεινό. Θυμάμαι την ατέλειωτη σκάλα μέχρι να φτάσουμε στην πόρτα (μου είχε δημιουργηθεί μια φοβία ότι θα πέσω κάποια στιγμή), μια κουζίνα με θέα, το σιδερένιο κρεβάτι σε ένα δωμάτιο, όπου χοροπηδούσα ξελιγωμένη στα γέλια, και την αίσθηση της αγαλλίασης που μου προκαλούσε το σαλόνι γεμάτο με θείους, θείες και ξαδελφάκια να μιλάνε δυνατά και να πειράζονται.

     Το σπίτι της θείας Ζαφείρως, που ήταν και νονά μου, θαρρούσα πως ήταν όλο φτιαγμένο από ξύλο, ίσως γιατί το σαλόνι αντηχούσε τα βήματά μας και υπήρχε μια διάσπαρτη μυρωδιά από παλιό ξύλο. Θυμάμαι τα παράθυρα με τα μεγάλα εσωτερικά περβάζια, όπου χωρούσαν ένα σωρό αντικείμενα, τα κάδρα με οικογενειακές φωτογραφίες κρεμασμένα στους τοίχους, το σαλόνι με την εσωτερική τζαμαρία, και τη φωτεινή, ζεστή κουζίνα με το μπαλκονάκι, όπου δέσποζε μια «μασίνα» – ένα πράγμα εξαιρετικά πολύπλοκο και συναρπαστικό, για ζέστη και μαγείρεμα – που συνήθως φιλοξενούσε ένα γκιούμι γεμάτο νερό. Αυτό όμως που έκανε το σπίτι ξεχωριστό ήταν ότι διέθετε μια καταπακτή, τη «γκλαβανή». Αυτή η τελευταία με φόβιζε αρκετά, γιατί οδηγούσε κάτω στην αποθήκη, που ήταν ψηλοτάβανη με γωνιές σκοτεινές και με ένα σωρό πράγματα: από τρόφιμα μέχρι εργαλεία – ένας ολόκληρος κόσμος άγνωστος που δεν είχα καμία διάθεση να εξερευνήσω. Αντίθετα η θεία Ζαφείρω δεν τη φοβόταν καθόλου τη «γκλαβανή» και την ανεβοκατέβαινε πολλές φορές τη μέρα με μεγάλη σβελτάδα. Από τις γεύσεις στο σπίτι της θείας μου δεν θα ξεχάσω τη ντοματοσαλάτα, με τις ντομάτες να κολυμπούν στο λάδι – «Εμείς το έχουμε μπόλικο στον Πολύγυρο», μου έλεγε η μαμά μου – και τα νοστιμότατα γλυκά με αμυγδαλόψιχα σε σχήμα μικρού αχλαδιού στολισμένα με ένα γαρυφαλλάκι. Επειδή από μικρή ήμουν μάλλον λαίμαργη, αυτά τα τελευταία τα τιμούσα όλως ιδιαιτέρως. Όταν μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα πόσο δύσκολη είναι η παρασκευή τους, αισθάνθηκα τύψεις απέναντι στη νονά μου για την ασυγκράτητη αδυναμία μου.

     Η θεία Λούλα ήταν εργαζόμενη. Εκτός από το σπίτι, μπορούσαμε να την επισκεφτούμε και στο περίπτερο, από όπου έβγαζε το χέρι της γεμάτο με ζαχαρωμένα ροζ μαντζούνια. Θυμάμαι τη μεγάλη καθαρή αυλή με λουλούδια γύρω–γύρω, και το σαλόνι όπου κρεμόταν ένα μακρύ κοκάλινο χέρι, ενθύμιο από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Πολύ με απασχολούσε αυτό το χέρι: πρώτον για τη χρησιμότητά του να ξύνεις την πλάτη σου και δεύτερο για ποιο λόγο να είναι κρεμασμένο στον τοίχο του σαλονιού. Θυμάμαι επίσης τον μακρόστενο ξύλινο διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια και στη ζεστή χαρούμενη κουζίνα, με ένα σωρό όμορφα πραγματάκια να τη στολίζουν. Η κουζίνα αυτή είχε και την ιδιαιτερότητα να «βγαίνει» στον πίσω δρόμο. Εκείνη την εποχή αγνοούσα παντελώς τα περί υψομετρικής διαφοράς και έτσι δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς γίνεται να μπαίνουμε στο σπίτι από την κεντρική πόρτα ανεβαίνοντας ένα σωρό σκαλοπάτια, και μετά να βγαίνουμε πίσω στην κουζίνα κατ’ ευθείαν στο δρόμο.

     Εκείνο όμως που με μάγευε ήταν το σπίτι της θείας Χρυσάνθης. Δεν έμοιαζε σε τίποτε με τα άλλα σπίτια και μεταξύ μας, ούτε και η θεία έμοιαζε πολύ με τις άλλες μου θείες. Το σπίτι ήταν ισόγειο με διάσπαρτα μικρά δωμάτια - αποθήκες τριγύρω στην αυλή. Ανάμεσα στα πράγματα που το έκαναν θαυμαστό ήταν οι ανισόπεδοι χώροι του. Έμπαινες στο σαλόνι κατεβαίνοντας λίγα εσωτερικά σκαλιά και μετά ανέβαινες αριστερά και δεξιά στα δωμάτια με άλλα σκαλοπάτια. Το σπίτι αυτό ήταν φτιαγμένο για να το εξερευνήσεις. Παντού στρωσίδια, πετσετάκια, κεντίδια, κεντημένα μαξιλάρια, μπιμπελό. Το κοίταζα αχόρταγα προσπαθώντας να αποτυπώσω όλο εκείνο το πολύχρωμο, χαρούμενο, μαγικό, παραμυθένιο ντεκόρ, αλλά μάταια. Η μαμά μου είχε αδυναμία στη θεία μου αυτή και την έκανε χάζι για τη μανία της να διακοσμεί με πετσετάκια κάθε γωνιά του σπιτιού – αυτή η μανία φαίνεται ότι ήταν οικογενειακή, μόνο που η μαμά μου την είχε σε μικρότερο βαθμό – εγώ προσπαθώ ακόμη να την αποβάλω! Η μαμά έλεγε και άλλες διασκεδαστικές ιστορίες για τη θεία Χρυσάνθη, αλλά η θεία δεν παρεξηγιόταν με κάτι τέτοια, γιατί είχε αυτό που λέμε ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Δεν θα ξεχάσω το λεστί, «λιστί» στα πολυγυρινά, που τρώγαμε στο σπίτι της – λεπτό, σομόν, μαλακό ψαράκι σαν αμβροσία – έμαθα αργότερα ότι το λεστί δεν το παρήγαγε ο Πολύγυρος (πως θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά ερχόταν από κάποια λίμνη και πολύ απογοητεύτηκα. «Βάλε στο παιδί να φάει λίγο αλμυρό και να βουτήξει στο λαδόξιδο», συμβούλευε τη μαμά μου όταν έβλεπε ότι το λεστί είχε πολύ ευεργετικά αποτελέσματα και στην ολιγόφαγη αδελφή μου. Στη θεία επίσης έτρωγα και τα περίφημα πολυγυρινά λουκάνικα, μαλακά με μπόλικο πράσο και με μικρά κομματάκια πορτοκαλόφλουδας, παραγωγή της οικογένειας για το κρεοπωλείο του θείου Τζώρτζη, που παρόμοια γεύση δεν έχω ξαναδοκιμάσει ποτέ. Αλλά και η αυλή του σπιτιού της ήταν συνδεδεμένη με γεύσεις, γιατί εκεί δέσποζε μια δαμασκηνιά που έβγαζε μεγάλα μαύρα δαμάσκηνα, γλυκύτατα, τα οποία μάλιστα μπορούσες να τα κόβεις από το δέντρο χωρίς κανένας να σε μαλώνει.

     Αυτές οι υπέροχες θείες, που καθεμιά τους είχε και ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της μαμάς, και που κοντά τους πάθαινε μετάλλαξη και μιλούσε πολυγυρινά, με τις ζεστές τους αγκαλιές, τα θαυμαστά τους σπίτια και τις γεύσεις τους, ζέσταιναν την παιδική μου ψυχή και μου δάνεισαν – δάνειο πολύτιμο – την αίσθηση της μεγάλης οικογένειας, της πατρίδας και του πατρικού σπιτιού. Τις ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή και εύχομαι από κει πάνω, παρέα με τη μαμά μου, γαληνεμένες, να μου κλείνουν συνωμοτικά το μάτι, συγχωρώντας μου την όποια ζαβολιά ή ανοησία που μπορεί κάποτε να τις είχε στεναχωρήσει.

Σημ.: Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολύγυρος», Τ. 83, 2016




 

No comments:

Post a Comment