Thursday 9 February 2017

Γράμμα από το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Η εκπαιδευτική άνοιξη)

    Του Παντελή Γουλάρα
   

    Το ξεκίνημά μας στην 4η τάξη του Δημοτικού ήταν διαφορετικό από τις άλλες χρονιές. Πρώτα-πρώτα είχαμε δάσκαλο ενώ στις τρεις πρώτες τάξεις είχαμε δασκάλες. Φυσικό να είμαστε μουδιασμένοι στην αρχή. Όμως, ο δάσκαλός μας, ο Οικονόμου, ήταν ένας από τους καλύτερους που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είτε ως μαθητής, είτε ως γονιός μαθητών. Αυστηρός, αλλά ακριβοδίκαιος. Και με μία μεταδοτικότητα στο μάθημα καταπληκτική. Έμεινε μαζί μας μέχρι το τέλος της 5ης τάξης και ύστερα συνταξιοδοτήθηκε.
    Από την άλλη, υπήρξε μια πραγματική άνοιξη στην Παιδεία. Εφαρμόστηκε η δημοτική γλώσσα σε όλα τα μαθήματα. Το βιβλίο μας της Γραμματικής, ήταν η Γραμματική της Δημοτικής Γλώσσας του Τριανταφυλλίδη, βήμα τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής. Μαθαίναμε ότι στα σχολεία των χωριών γύρω από την πόλη, λειτουργούσαν μαθητικά συσσίτια (εμείς στην πόλη ή τουλάχιστον στο σχολείο μας, δεν τα είχαμε ανάγκη). Γενικά υπήρξε μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που όμως, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, κράτησε πολύ λίγο.
    Η πρώτη στιγμή που θυμάμαι έντονα από τον καινούργιο μας δάσκαλο, ήταν από το μάθημα της Γεωγραφίας. Ήταν το μάθημα για τις διώρυγες και ο δάσκαλός μας ρώτησε αν ξέρουμε να
υπάρχει καμία διώρυγα στην Ελλάδα. Εγώ, όπως και οι περισσότεροι μαθητές, σηκώσαμε το χέρι για να απαντήσουμε. Σχεδόν όλοι μαζί απαντήσαμε “η διώρυγα της Κορίνθου”. Ακολούθησε αμέσως δεύτερη ερώτηση: “Μήπως γνωρίζετε καμία άλλη διώρυγα κάπως πιο μακριά, έξω από την Ελλάδα;” Σηκώθηκαν ελάχιστα χέρια αυτή τη φορά. Με έδειξε με το χέρι και απάντησα: “Η διώρυγα του Σουέζ”. Και πάλι άλλη ερώτηση: “Και μια άλλη διώρυγα, ακόμα πιο μακρινή;”. Αυτή τη φορά ήμουν ο μοναδικός που σήκωσα το χέρι κι απάντησα αμέσως: “Η διώρυγα του Παναμά”. Εισέπραξα τα πολλά μπράβο του δασκάλου μου και επέστρεψα στο σπίτι κατευχαριστημένος. Από κάτι τόσο απλό μεγάλωσε η αγάπη μου για τη Γεωγραφία. Από το μπράβο ενός δασκάλου. Όχι ότι δεν μου άρεσε και νωρίτερα, αλλά μετά απ' αυτό την αγάπησα κυριολεκτικά. Τη Γεωγραφία και ως φυσικό επακόλουθο, τα ταξίδια. Τώρα, θα υπάρχει η απορία, πώς τα ήξερα όλα αυτά και απαντούσα με τόση ευκολία. Δύο ήταν οι πηγές της γνώσης. Ο μεγάλος αδελφός (κυριολεκτικά, όχι ο γνωστός big brother) και οι εφημερίδες που μετά μανίας διάβαζα καθημερινά.


(Φωτογραφία ολόκληρης της τάξης στο τέλος της Ε΄ Δημοτικού. Εγώ στην επάνω σειρά, δέκατος από αριστερά)

    Κατά τα λοιπά η σχέσεις μου με τον δάσκαλο περνούσαν από 40 κύματα. Κι αυτό γιατί, ενώ από τη μια μεριά ήμουν πολύ καλός μαθητής (ήθελα να πιστεύω ο καλύτερος) από την άλλη ήμουν ένας από τους πιο άτακτους στην τάξη (ίσως και ο πιο άτακτος). Καθημερινά έφευγα με ξυλιές για το σπίτι. Ξύλο όμως κανονικό, με τη βίτσα στο εσωτερικό μαλακό μέρος της παλάμης, όχι από την εξωτερική πλευρά πάνω στα κόκαλα όπως με την προηγούμενη δασκάλα. Για να μου δώσει να καταλάβω ο δάσκαλος, πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την παρουσία μου μέσα στην τάξη, μας αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.
    Τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μεταφορές από τόπο σε τόπο γίνονταν με τα καραβάνια, το τυρί, για να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις, και να διατηρηθεί καλό στις πολλές μέρες που διαρκούσε η μεταφορά, συσκευάζονταν σε δερμάτινα σακιά. Έπρεπε όμως να επιλεχθεί πολύ προσεκτικά το είδος του δέρματος που θα χρησιμοποιούνταν. Ήταν συνήθως δέρμα από πρόβατα, κατσίκες ή αγελάδες, προσεκτικά επεξεργασμένο. Κάποτε, κάποιος, θέλοντας να σαμποτάρει την μεταφορά τυριού ενός από τους ανταγωνιστές του, κατάφερε και προμήθευσε τους συσκευαστές με δέρμα από σκύλο το οποίο εκτός των άλλων δεν διαθέτει πόρους για να αναπνέει το τυρί κατά τη μεταφορά. Όπως ήταν φυσικό, το τυρί δεν άντεξε μέχρι των προορισμό του και χάλασε. Και κατέληξε ο δάσκαλος λέγοντας: “Αυτό είσαι κι εσύ. Ένα πολύ καλό τυρί αλλά σε σκυλίσιο δέρμα”. Κι αυτό μου το θύμιζε τακτικά με την ευκαιρία κάποιας αταξίας μου.


(Φωτογραφία των αγοριών της Ε΄ τάξης. Εγώ στη δεύτερη σειρά, έβδομος από αριστερά. Φυσικά υπήρχε και άλλη φωτογραφία μόνο με τα κορίτσια)

    Εκείνο τον καιρό εμφανίστηκαν στα βιβλιοπωλεία οι μαρκαδόροι. Στην αρχή με μαύρο χρώμα και αργότερα με όλα τα χρώματα σαν μπογιές. Εμείς πιτσιρικάδες, ξετρελαμένοι. Ζωγραφίζαμε, λερώναμε τα χέρια μας, προσπαθούσαμε να βάψουμε τα πρόσωπα των συμμαθητών και άλλα τέτοια. Στην αυλή του σχολείου αριστερά της εισόδου υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Ήταν φρεσκοβαμμένο εξωτερικά με κίτρινο και άσπρο χρώμα. Ιδανικός τόπος για χρήση των μαρκαδόρων. Μέσα σ' ένα πρωινό το είχαμε κάνει αγνώριστο. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, φροντίζαμε να γράφουμε και το όνομά μας κάτω από κάθε καλλιτέχνημα που κάναμε. Φυσικά έπεσε τιμωρία. Όχι μόνο το συνηθισμένο ξύλο, αυτό πια το αντέχαμε. Πιο δύσκολη ήταν η ψυχολογική τιμωρία. Όλοι όσοι αποδεδειγμένα συμμετείχαμε στο βανδαλισμό (γιατί περί βανδαλισμού επρόκειτο) κληθήκαμε να σηκωθούμε όρθιοι μπροστά στον πίνακα. Κι εκεί άρχισε ένα κήρυγμα για τον χαρακτηρισμό της πράξης μας και για το πως πρέπει να θεωρούμαστε από όλους ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
    Κάτι παρόμοιο αλλά χειρότερο συνέβη και με κάποιον συμμαθητή μου και έναν μαθητή μικρότερης τάξης. Παραπονέθηκε ο περιπτεράς της περιοχής, ότι δυο μαθητές του σχολείου, του έκλεψαν παιδικά περιοδικά από το περίπτερο. Υπέδειξε μάλιστα ως κλέφτες, έναν συμμαθητή μου και έναν μαθητή μικρότερης τάξης, συμπτωματικά κι οι δυο απ' τη γειτονιά μου. Έφερε τον μικρότερο στην δική μας αίθουσα και τους έστησε και τους δυο όρθιους μπροστά στον πίνακα. Κι αφού χαρακτήρισε την πράξη τους με τα χειρότερα λόγια, κάλεσε όλους τους μαθητές της τάξης να τους φτύσουμε. Μου ερχόταν να κλάψω. Οι φίλοι μου, οι σύντροφοι των καθημερινών παιχνιδιών μου, εκεί μπροστά κι εγώ να είμαι υποχρεωμένος να συμμετέχω μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές σ' αυτή την εξευτελιστική διαδικασία. Δεν ξέρω πόσο επηρέασε τις παιδικές τους ψυχές όλο αυτό το πράγμα. Ξέρω όμως ότι μεγάλωσαν, έγιναν εξαιρετικοί επαγγελματίες, ο καθένας στον τομέα του και επίσης πολύ καλοί οικογενειάρχες. Ο ένας, ο μικρότερος, δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Η πορεία του άλλου, του συμμαθητή μου, είναι εξαιρετικά τιμητική για την πόλη μας. Για μένα πάντως ήταν η σημαντικότερη αρνητική κίνηση που είδα στον δάσκαλό μας. Πιστεύω πώς υπήρχε άλλος τρόπος, να τιμωρηθούν αλλά και να καταλάβουν, πόσο λάθος ήταν η πράξη τους.
    Τακτικός επισκέπτης στο δάσκαλό μας, λόγω της δουλειάς του στο Δήμο, ήταν ένας ποδοσφαιρικός θρύλος της πόλης μας. Την πρώτη φορά που μπήκε στη τάξη και συνομίλησε λίγο με τον δάσκαλο, αυτός στη συνέχεια μας ρώτησε: “Ξέρετε ποιος είναι αυτός;” “Ναι” απαντήσαμε όλα τα αγόρια μαζί. “Ποιος;” “Ο Τσιντζόγλου” ήρθε η απάντηση. Εκείνη τη χρονιά η “Βέροια” πετούσε για το πρωτάθλημα της Β' Εθνικής και ο Τσιντζόγλου ήταν βασική μονάδα. Αργότερα εξελίχθηκε και σε πολύ καλό προπονητή.
    Τον Φεβρουάριο του 1966 διάβασα στις εφημερίδες για το αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου που είχε συμβεί 8 χρόνια πριν. Ήταν το δυστύχημα στο οποίο αποδεκατίστηκε η ομάδα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Με συγκίνησε. Διαβάζοντας μάλιστα ότι η ομάδα ανέκαμψε και έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Αγγλικό πρωτάθλημα, το αποφάσισα. Αυτή θα είναι η ομάδα μου (μαζί με τη Βέροια φυσικά, ως ομάδα της πόλης). Είχα αρχίσει τότε, να μαθαίνω και Αγγλικά στα φροντιστήρια Στρατηγάκη. Έτσι την άλλη μέρα που πήγα στο σχολείο, έγραψα πάνω στο θρανίο μου στα Αγγλικά (ανορθόγραφα) το όνομα της ομάδας. Και δεν με διέψευσε. Δυο χρόνια μετά κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
    Κι ενώ συνέβαιναν αυτά μέσα στην τάξη, στην κοινωνία τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά. Αλλαγές κυβερνήσεων, αναταραχές κλπ. Αλλά για αυτά άλλη φορά. 

No comments:

Post a Comment