Thursday, 23 February 2017

Γράμμα από τη Βέροια. Αναμνήσεις από τις αποκριές των παιδικών μου χρόνων.

Της Άρτεμης Καλογήρου


     Οι αποκριές ήταν τρανή γιορτή για τα παιδιά. Μικροί και μεγάλοι ξεφάντωναν στους δρόμους, τα καφενεία και τα σπίτια. Οι ζουρνάδες και τα τύμπανα έδιναν τον παλμό και ο χορός κρατούσε καλά. Οι μασκαράδες με τα χωρατά τους και τα πειράγματά τους, ξεσήκωναν όλο τον κόσμο. Οι πιο οργανωμένοι κρατούσαν τα τοπικά έθιμα και ανάλογα με την καταγωγή τους ακολουθούσαν τους Καπεταναραίους ή ακολουθούσαν την αναπαράσταση του βλάχικου γάμου. Εμείς οι πιτσιρικάδες ντυνόμαστε καρναβάλια και πηγαίναμε σε φιλικά και συγγενικά σπίτια καθώς και σε παιδικούς αποκριάτικους χορούς.

     Όταν ήμουν πολύ μικρή, ντυνόμουν μικρή Βεροιώτισσα. Υπήρχε μια οικογενειακή λιλιπούτεια στολή που είχε όμως όλο τον εξοπλισμό μιας αυθεντικής Βεροιώτικης φορεσιάς. Κισμιρένιο πουκάμισο, πλισεδοτό λουλουδάτο φουστάνι, τραχηλιά, ποδιά, μεταξωτό ζωνάρι, λιμπαντί (κοντή ζακέτα) και «φακιόλι» με μαργαριτάρια.



(Με τη στολή της Βεροιώτισσας)

     Στα πλαίσια του λαϊκού μας πολιτισμού, γιορτάζαμε οικογενειακά το τελευταίο βράδυ της Κυριακής της αποκριάς στο βεροιώτικο σπίτι της γιαγιάς της Αρτεμισίας. Όλα ξεκινούσαν με ένα πλούσιο τραπέζι με όλους τους θείους τις θείες και τα ξαδέλφια. Μετά το φαγητό παίζαμε την χάσκα. Τα παιδιά σχηματίζαμε ένα κύκλο με επικεφαλής στο κέντρο τον μπαμπά μου, που κρατούσε την χάσκα. Δηλαδή τον πλάστη που άνοιγαν το φύλλο της πίτας, με μια λευκή κλωστή δεμένη στην μια άκρη και ένα ειδικό αποκριάτικου χαλβά στην άλλη άκρη. Αυτό το είδος χαλβά ήταν σκληρός λευκός με σουσάμι και πουλιόταν μόνο την αποκριά. Ο μπαμπάς μου κουνούσε τον πλάστη με τον χαλβά γύρω από το ανοικτό στόμα μας κι εμείς προσπαθούσαμε να το τσακώσουμε χωρίς την βοήθεια των χεριών μας. Όποιος τα κατάφερνε ήταν τυχερός.

     Η μεγαλύτερη βέβαια ψυχαγωγία για εμάς τα παιδιά ήταν οι οργανωμένες γιορτές μεταμφιεσμένων τα γνωστά “μπαλ-μασκέ”. Αν θυμάμαι καλά πηγαίναμε στο κέντρο "ο Παράδεισος" που βρισκόταν μετά τους Αγ. Αναργύρους προς το αρχαιολογικό μουσείο. Περισσότερο βέβαια μου άρεζε το αποκριάτικο παιδικό πάρτι στο σπίτι της κυρίας Νίνας της οδοντογιατρού μου. Η κυρία Νίνα είχε δυο πανέμορφα μελαχρινά αγόρια τον Μάνο και τον Νίκο περίπου στην ηλικία την δική μου και του αδελφού μου. Μαζευόμαστε πολλά παιδιά ντυμένα με αποκριάτικες στολές, γκέισες, σπανιόλες, πριγκίπισσες, πειρατές, Ρομπέν των δασών, Λουδοβίκοι, cow boys κλπ. Χορεύαμε και παίζαμε χαρτοπόλεμο με σερπαντίνες και κομφετί. Οι μαμάδες μας έκαναν αγώνα να μας μαζέψουν για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.


(Με τη στολή της Τιρολέζας)

     Οι στολές μας ήταν χειροποίητες φτιαγμένες στην Θεσσαλονίκη και ήταν μικρά έργα τέχνης. Η δική μου στολή ήταν τιρολέζα. Το φορεματάκι ήταν υπέροχο. Αποτελούταν από ένα μαύρο βελούδινο μπούστο κεντημένο με χρωματιστές πούλιες με λευκά σατέν μανίκια και το κάτω μέρος του φορέματος ήταν από σατέν γαλάζιο ύφασμα με μπορντούρα από κόκκινες κορδέλες και δαντέλα. Από μέσα φορούσα λευκό φουρό και εξωτερικά λευκή σατέν ποδιά με δαντέλα. Στο κεφάλι φορούσα καπελάκι από μαύρο βελούδινο ύφασμα με κόκκινα λουλούδια από σκληρό τούλι. Όταν μεγάλωσα λίγο και δεν μου χωρούσε πια αυτή η στολή, φορούσα τον ιππότη του αδελφού μου. Η στολή του αποτελούταν από κόκκινο μάλλινο πουλόβερ, κόκκινο μάλλινο καλσόν, και μπέρτα από μπλε τσόχα, που στο μπροστινό μέρος σχημάτιζε μπλε κόκκινο καρέ με κέντημα με χρυσοκλωστή στο κάθε τετράγωνο και γαρνιτούρα από λευκό γουνάκι. Το καπέλο ήταν μπλε με λευκή γούνα και κόκκινο φτερό.


(Με τη στολή του ιππότη)

     Όταν ο μπαμπάς μου δεν είχε δουλειά το πρωί της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, πηγαίναμε στη Νάουσα. Εκεί κι αν ήταν η αποθέωση της αποκριάτικης κουλτούρα μας, με το δρώμενο «Μπούλες και γενίτσαροι». Εμένα βέβαια με φόβιζαν οι λευκές μάσκες με τα ζωγραφιστά μουστάκια και έσφιγγα δυνατά το χέρι του μπαμπά μου. Η μαμά μου με καθησύχαζε και μου εξηγούσε ότι αναπαριστάνουν ένα γάμο, που όμως τα χρόνια της τουρκοκρατίας οι επαναστάτες έκρυβαν το πρόσωπό τους και κατέβαιναν από τα βουνά για να συναντήσουν τις οικογένειές τους, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους Τούρκους.


(Σε παιδικό χορό - αριστερά - με τη στολή του ιππότη - από το αρχείο της συμμαθήτριάς μου Ελένης Δημητριάδου)

     Οι αποκριές τελείωναν την Καθαρά Δευτέρα με το πέταγμα του χαρταετού. Μέρες πριν ο αδελφός μου με τον μπαμπά μου κατασκεύαζαν τον χαρταετό. Έκαναν κατάληψη της τραπεζαρίας. Πάνω στο τραπέζι έκοβαν καλάμια και χρωματιστά φύλλα από χαρτί. Μετά με χειρουργική ακρίβεια συναρμολογούσαν τα καλάμια και κολλούσαν τα χρωματιστά χαρτιά, τοποθετούσαν τα βαρίδια και έκοβαν τα χαρτιά μιας μακριάς και φουντωτής ουράς. Τον αετό τον πετούσαμε στο φράγμα του Αλιάκμονα. Το μεσημέρι επιστρέφοντας περνούσαμε από τον ξυλόφουρνο της οδού Έλλης και παίρναμε τον πατροπαράδοτο φασουλοταβά, που μολονότι είχαμε ηλεκτρικό φούρνο σπίτι μας, η μαμά μου έλεγε πως στον ξυλόφουρνο γίνεται νοστιμότερος.

     Οι αποκριάτικες γιορτές μου χάρισαν αξέχαστες στιγμές χαράς και ανεμελιάς πολύτιμες για το μεγάλωμά μου.




No comments:

Post a Comment