Thursday 16 February 2017

Γράμμα απ' το Δουβλίνο. Αναμνήσεις από τη Βέροια (Η δικατορία πλησιάζει).

Του Παντελή Γουλάρα


     Η ζωή συνεχίζονταν στο σχολείο, ομαλά, πότε με φωνές, πότε με ξύλο αλλά έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Σημασία είχε ότι μαθαίναμε και προχωρούσαμε.
     Μια μέρα, στην ώρα της έκθεσης, ο δάσκαλός μας ζήτησε να γράψουμε ό,τι θέλουμε. Ελεύθερο θέμα στηριζόμενοι μονάχα στη φαντασία μας. Είμαστε ακόμα στην πέμπτη τάξη και δάσκαλός μας εξακολουθεί να είναι ο Οικονόμου. Στρωθήκαμε όλοι λοιπόν και γράφαμε, άλλος πώς πέρασε στην εξοχή, άλλος πώς πέρασε την Κυριακή στο σπίτι κι άλλος για το κατοικίδιό του. Κι εγώ ο έξυπνος, τρομάρα μου, με την καλπάζουσα φαντασία μου, πήγα κι έγραψα μια ιστορία με τίτλο “ο Καραγκιόζης αστροναύτης”. Η πλάκα είναι, ότι δεν ήμουν ο μόνος. Άλλος ένας συμμαθητής μου, έγραψε ιστορία με τον ίδιο τίτλο αλλά με αρκετές διαφορές στο περιεχόμενο, κι ένας ακόμα έγραψε το “Γκαούρ – Ταρζάν στη ζούγκλα”. Και καλά, για τον τελευταίο υπήρχε το ερέθισμα. Οι ιστορίες του Γκαούρ και του Ταρζάν ήταν κρεμασμένες σε όλα τα περίπτερα εκείνη την εποχή. Για μας τους καραγκιοζογράφους δεν υπήρχε κάτι πρόσφατο. Ούτε ιστορίες του Καραγκιόζη είχαμε διαβάσει εκείνο το διάστημα, ούτε κανένας θίασος θεάτρου σκιών είχε επισκεφτεί εκείνες τις μέρες την πόλη μας. Ίσως ήταν το DNA του καραγκιοζοπαίκτη, από τις παραστάσεις που οργάνωνα μικρός με την παρέα μου.

     Ο δάσκαλός μας συνήθιζε στο μάθημα των θρησκευτικών, της ιστορίας και της γλώσσας, για καλύτερη κατανόηση του μαθήματος, να στήνει μικρές θεατρικές παραστάσεις. Καλούσε στον πίνακα μαθητές, τους έδινε ρόλους σχετικούς με το μάθημα κάθε φορά και η παράσταση ξεκινούσε. Έτυχε κάποτε στο μάθημα να έχουμε το επεισόδιο της θεραπείας του τυφλού από τον Χριστό. Ο μαθητής που θα παρίστανε τον τυφλό, ήταν άτεχνος στο παίξιμό του, μόνο τυφλό δεν θύμιζε. “Κάτσε μωρέ να σου δείξω πώς είναι να είσαι τυφλός” είπε ο δάσκαλος, κι άρχισε να παριστάνει τον τυφλό, περπατώντας αβέβαια, με μάτια μισόκλειστα. Μας φάνηκε πολύ αστείο. Όλη η τάξη έβαλε τα γέλια κι ο δάσκαλος θύμωσε. “Εγώ σας κάνω τον Καραγκιόζη για να μάθετε πέντε πράγματα κι εσείς γελάτε” έλεγε. Αλλά δεν κράτησε το θυμό του. Συνέχισε το μάθημα με το ίδιο ενδιαφέρον.


(Η φωτογραφία της παρέλασης της 25ης Μαρτίου. Ίσως ο πίσω δεξιά να είμαι εγώ, δεν φαίνεται καθαρά και δεν θυμάμαι το περιστατικό. Το περίεργο είναι ότι βλέποντας τη φωτογραφία, αναγνώρισα μέσα στο πλήθος τη μητέρα μου - Από το αρχείο της Ελένης Δημητριάδου)

     Μια άλλη φορά έλαχε σε μένα να είμαι μεταξύ των ηθοποιών. Το θέμα μας ήταν η θυσία της Ιφιγένειας. Δεν θυμάμαι πώς προέκυψε αυτό το θέμα, γιατί τα περί Τρωικού πολέμου τα είχαμε κάνει στην τρίτη τάξη. Πιθανότατα υπήρχε σαν ιστοριούλα στο αναγνωστικό. Σηκωθήκαμε λοιπόν στον πίνακα, τρεις μαθητές, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, που θα παίζαμε τον Αγαμέμνονα, τον Κάλχα και την Ιφιγένεια. Εμείς λοιπόν, Κάλχας και Αγαμέμνονας, εκείνη τη στιγμή καθόμασταν σαν αγγούρια και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Παίρνει λοιπόν τον χάρακα από το γραφείο του και μας τον δίνει. “Να αυτό είναι το σπαθί, το μαχαίρι”, μας λέει, “μ' αυτό θα θυσιάσετε την Ιφιγένεια”. Και όλα πήγαν καλά. Πάνω στην ώρα της σφαγής η Ιφιγένεια την έκανε, για άλλη γη, άλλα μέρη. Δηλαδή πήγε και κάθισε στο θρανίο της.
     Κάποια στιγμή ήρθε στην τάξη μας ένα γράμμα. Οι μαθητές της πέμπτης τάξης κάποιου σχολείου, νομίζω από τον Πειραιά, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θυμάμαι καλά, έστελναν γράμματα σε σχολεία διαφόρων περιοχών με κάρτες μέσα από την πόλη τους. Ήταν μια προσπάθεια στο μάθημα της γεωγραφίας, για να μάθουν από πρώτο χέρι για άλλες περιοχές της Ελλάδας και να συλλέξουν κάρτες με εικόνες από αυτές τις περιοχές. Μας άρεσε η ιδέα και ξεκινήσαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Ένας μαθητής για κάθε νομό. Είμαστε περίπου 60 μαθητές στην τάξη. Φτάναμε και περισσεύαμε και να καλύψουμε όλους τους νομούς. Κάποιοι μαθητές ανέλαβαν δεύτερη πόλη στον ίδιο νομό. Δεν απάντησαν όλα τα σχολεία. Εμένα μου έτυχε η Χίος. Έγραψα λοιπόν ένα ωραίο γράμμα κι έβαλα μέσα μία κάρτα απ' αυτές που είναι χωρισμένες σε τμήματα και περιλαμβάνουν πολλές εικόνες της πόλης. Η Χίος ήταν απ' τις πόλεις που απάντησαν. Ακόμα θυμάμαι το όνομα και τη διεύθυνση της μαθήτριας που έγραψε την απάντηση, αν και δεν έτυχε να ξαναεπικοινωνήσουμε.
     Το καλοκαίρι μεταξύ της τετάρτης και της πέμπτης τάξης είχε σημαδευτεί από πολιτικές αναταράξεις. Η παραίτηση Παπανδρέου και η πρωθυπουργοποίηση Νόβα και μετά Τσιριμώκου και πιο μετά Στεφανόπουλου ήταν θέματα καθημερινών συζητήσεων, στα σπίτια, στα καφενεία, στις ταβέρνες και στο δρόμο. Ο Νόβας κι ο Τσιριμώκος δεν κατάφεραν να μείνουν Πρωθυπουργοί, παρά μόνο λίγες μέρες, γιατί δεν κατάφεραν να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Ο Στεφανόπουλος όμως τα κατάφερε. Η κρίσιμη ψήφος ήταν αυτή του τοπικού Βουλευτή Γιαμά, ο οποίος έγινε και Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση αυτή. Κατάφερε λοιπόν ο Υπουργός να πείσει τον Πρωθυπουργό, να κάνει και μια επίσκεψη στην εκλογική του περιφέρεια, δηλαδή στη Βέροια. Και ως συνήθως μάζεψαν όλα τα σχολεία, όπως τότε με το Βασιλιά, να παραβρεθούν στην υποδοχή του Πρωθυπουργού Στεφανόπουλου. Εννοείται ότι πήγαμε κι εμείς. Τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς βλέποντάς τον, έστω κι από μακριά, κατάλαβα γιατί του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Βούδας.
     Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω, την παρουσία ενός τακτικού επισκέπτη στη τάξη. Ήταν ο διευθυντής του σχολείου ο Παρούσης. Αναλάμβανε συνήθως την έκτη τάξη, αλλά η παρουσία του σε όλο το σχολείο ήταν αισθητή. Περιμέναμε, ότι στην έκτη τάξη, θα είχαμε αυτόν για δάσκαλο, αλλά πέσαμε έξω. Την επόμενη χρονιά έφυγε κι αυτός απ' το σχολείο, όπως κι ο δάσκαλός μας. Δεν θυμάμαι μόνο αν έφυγε με σύνταξη ή με μετάθεση.
     Έτσι στην έκτη μας ανέλαβε ένας άλλος δάσκαλος που ήρθε από άλλο σχολείο και έγινε και διευθυντής στο σχολείο μας. Το όνομά του ήταν Πανδρεμένος. Συμπτωματικά έμενε και στη γειτονιά που μεγάλωσα και κάποιες φορές έκανα και παρέα με το γιο του, αν και ήταν λίγο μικρότερος. Οι συνήθειες των δασκάλων, λίγο-πολύ οι ίδιες. Οι συμπεριφορές των μαθητών επίσης. Κι εγώ να συνεχίζω να είμαι άτακτος.
     Όμως, το σημαντικό για το σχολείο, γεγονός εκείνης της χρονιάς ήταν η διαίρεσή του. Επειδή τα παιδιά στο σχολείο μας ήταν πραγματικά πολλά και το σχολείο κάλυπτε μία αρκετά μεγάλη περιοχή, χωρίστηκε στα δύο. Ένα μέρος των μαθητών παρέμεινε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο και ένα άλλο (κυρίως αυτοί που κατοικούσαν στην περιοχή της Κάτω Ελιάς) μεταφέρθηκε σε ένα καινούργιο σχολείο που ιδρύθηκε, στο 12ο Δημοτικό Σχολείο. Ο χωρισμός δεν έγινε απότομα. Για ένα διάστημα περίπου ενός μηνός, ίσως και παραπάνω, συνεχίζαμε όλοι μαζί, να κάνουμε μάθημα στη ίδια τάξη. Μόνο κάποιες ώρες, τις είχε αναλάβει ο δάσκαλος του καινούργιου σχολείου, σαν μια διαδικασία γνωριμίας με τους νέους μαθητές του. Μετά από λίγο καιρό, χωριστήκαμε από τους συμμαθητές μας και μείναμε λιγότεροι στη τάξη. Στην αρχή η αίθουσα μας φαίνονταν άδεια αλλά σιγά σιγά το συνηθίσαμε κι αυτό.
     Εκείνα το χρόνια στη Βέροια, δεν συνηθίζονταν να γίνεται παρέλαση την ημέρα της απελευθέρωσης της πόλης, την 16η Οκτωβρίου, όπως γίνεται σήμερα. Κάναμε μόνο στις 28 Οκτωβρίου και στις 25 Μαρτίου. Στην πρώτη παρέλαση ήμουν ο σημαιοφόρος της τάξης, στη δεύτερη όμως ο δάσκαλος αποφάσισε να βάλει σημαιοφόρους και παραστάτες τους ψηλότερους της τάξης. Υποθέτω ότι θα με πείραξε το γεγονός, αλλά δεν μου έμεινε στη μνήμη και δεν θα επανέρχονταν αν δεν μου το θύμιζε μια από τις συμμαθήτριές μου.
     Συνηθίζαμε τότε με τους συμμαθητές μου, να καταγράφουμε τους στίχους τραγουδιών που ακούγονταν εκείνη την εποχή. Πράγμα συνηθισμένο νομίζω μεταξύ των παιδιών εκείνης της ηλικίας. Μία μέρα λοιπόν ένας από τους συμμαθητές μου, μου έφερε στίχους για να αντιγράψω. Ήταν από το σουξέ εκείνης της περιόδου “Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο” με τον Σταύρο Ζώρα. Επειδή λοιπόν ήθελε κι άλλος συμμαθητής να το πάρει και να το αντιγράψει, βάλθηκα να το κάνω μέσα στην ώρα του μαθήματος. Έλα όμως που οι κεραίες του δάσκαλου λειτουργούσαν καλά και μας πήρε πολύ γρήγορα χαμπάρι! Ακούω ξαφνικά μια φωνή “Γουλάρα τι γράφεις;” “Τίποτα κύριε”. “Πώς τίποτα, για φέρτο να το δω”. Τι να κάνω; Σηκώθηκα και του πήγα το τετράδιο που είχα μπροστά μου. Κι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
  • Τι είναι αυτό;
  • Τίποτα κύριε. Απλώς στίχοι τραγουδιών.
  • Και γιατί γράφεις στίχους τραγουδιών;
  • Κάνω συλλογή κύριε...
Διαβάζει:
  • “Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα π' αγαπώ τόσο πολύ”, αυτά δεν είναι γενικά στίχοι τραγουδιών, αυτά είναι στίχοι από συγκεκριμένο τραγούδι.
  • Εεεεε...
  • Για ποιαν το γράφεις;
Γέλια στην τάξη, κατακόκκινος, ρεζίλι εγώ...
  • Για καμία κύριε, έχω κι από άλλα τραγούδια, να σας δείξω;
  • Άστα αυτά, να έρθει αύριο ο πατέρας σου στο σχολείο να με δει.
     Τι να έκανε κι ο πατέρας μου; Ήρθε την άλλη μέρα στο σχολείο και άκουσε τα παράπονα του δάσκαλου. Μήπως ήταν η πρώτη φορά; Όταν έχεις άτακτο γιο, το συνηθίζεις. Το μεσημέρι στο σπίτι γελούσε. “Βρε αθεόφοβε, εντάξει τους έγραφες τους στίχους, ήταν ανάγκη να το κάνεις την ώρα του μαθήματος;” μου είπε. Και το θέμα έκλεισε εκεί. Άλλωστε οι καλοί βαθμοί που έφερνα τα κάλυπταν όλα.
     Είχαμε ένα συμμαθητή που τον έλεγαν Μπάμπη. Ήταν σε μεγαλύτερη τάξη, αλλά είχε χάσει χρονιά γιατί ταλαιπωρούνταν με ασθένειες κι έτσι βρέθηκε στη δική μας. Καλό παιδί και ευχάριστο στην παρέα, αλλά δυσκολεύονταν να μας ακολουθήσει σε όλα τα παιχνίδια. Κάποια στιγμή στα μισά της έκτης των χάσαμε. Άρχισε να λείπει καθημερινά, προφανώς έχοντας πρόβλημα υγείας. Ώσπου μια μέρα, μας το ανακοίνωσε ο δάσκαλό μας. Ο συμμαθητής μας ο Μπάμπης, είχε φύγει απ' τη ζωή. Ήταν η πρώτη φορά σ' εκείνη την ηλικία, που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις.
    Πλησίαζε το Πάσχα του 1967. Ήταν η Παρασκευή πριν από το Σάββατο του Λαζάρου (τότε τα σχολεία δούλευαν και το Σάββατο). Το πρωί πήγαμε κανονικά στο σχολείο. Λίγο αργότερα, ο δάσκαλος μας ανακοίνωσε, ότι θα σχολάσουμε νωρίτερα, κι ότι θα σταματήσουμε για το Πάσχα μία μέρα πριν. Ήταν δηλαδή αυτή η τελευταία μας μέρα στο σχολείο πριν τις διακοπές του Πάσχα. Αμέσως άρχισαν οι συζητήσεις μεταξύ των μαθητών. “Έγινε κίνημα”, έλεγε ο ένας. “Τι κίνημα;” ρωτούσε ο άλλος. “Μάλλον εκτροπή” έλεγα εγώ, επαναλαμβάνοντας αυτά που διάβαζα στις εφημερίδες τις προηγούμενες μέρες. Τελικά ήταν η δικτατορία που κράτησε 7 χρόνια.
     Θυμάμαι που γύρισα από το σχολείο στο σπίτι και παρακολουθούσα από το παράθυρο τους χωροφύλακες να τρέχουν στους δρόμους της γειτονιάς και να κυνηγούν, για να συλλάβουν και να συλλαμβάνουν στο τέλος, νέους της γειτονιάς που ήταν στη Νεολαία Λαμπράκη. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να αντιπαθήσω το νέο καθεστώς. Το βραδάκι, κλειστήκαμε στο σπίτι, γιατί υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Κι εκεί που ακούγαμε ραδιόφωνο για να μάθουμε για τις εξελίξεις ακούω τον παππού μου να λέει: “Αχ μωρέ αυτό το ελληνικό (κράτος εννοείται) όλο κινήματα, πραξικοπήματα και δικτατορίες. Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ πια;”
     Στο ξεκίνημα της έκτης τάξης, είχε έρθει από σχολείο άλλης πόλης, ένας καινούργιος συμμαθητής, ο οποίος έτυχε να είναι και συγγενής μου. Φαντασθείτε τα συναισθήματά μου, των συμμαθητών μου αλλά και αυτού του ίδιου, όταν, γυρνώντας στο σχολείο από τις διακοπές του Πάσχα, πληροφορηθήκαμε ότι και οι δυο γονείς του είχαν συλληφθεί και εξοριστεί και ο ίδιος ζούσε πια σε σπίτι συγγενών!

No comments:

Post a Comment